Το πνεύμα της κοινωνικής αλληλεγγύης ξεκίνησε από τα μινωικά συσσίτια και συνεχίστηκε από τους Σπαρτιάτες, ενώ στη ρωμαϊκή εποχή ο Τραϊανός θέσπισε το νόμο lex alimentaria, που πρόβλεπε τη δωρεάν σίτιση των απόρων παιδιών.
Δεν ήταν οι Σπαρτιάτες εκείνοι που επινόησαν τούτον το θεσμό, καθώς στον ελλαδικό χώρο είχαν προηγηθεί άλλες παραπλήσιες προσπάθειες, με πρώτη τα μινωικά συσσίτια που άνθισαν αρκετούς αιώνες νωρίτερα. Κάθε πολίτης στις ακμάζουσες κρητικές πόλεις παρέδιδε στο συνεταιρισμό το εν δέκατο (1/10) της παραγωγής του και, με την καθοδήγηση μιας γυναίκας, αυτό μετατρεπόταν στα τρόφιμα που μοιράζονταν στα κοινά συσσίτια.
Οι ενήλικοι πολίτες, καθισμένοι σε μεγάλες τράπεζες, έπιναν νερωμένο κρασί και δέχονταν την ίδια ακριβώς ποσότητα φαγητού. Η γυναίκα όμως που είχε το πρόσταγμα μπορούσε να επιβραβεύσει την πολεμική ή κοινωνική αρετή κάποιου, διαλέγοντας για εκείνον την καλύτερη μερίδα. Στα παιδιά πρόσφεραν τη μισή ποσότητα -εκτός από τα ορφανά τα οποία έπαιρναν ολόκληρη, χωρίς την υποχρέωση να καταθέτουν αγαθά ή χρήματα.
Δύο περίπου αιώνες μετά τις -αποφασιστικής σημασίας- μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου, ήταν η σειρά της Αθήνας να καθιερώσει συσσίτια. Για να απαλλαγεί η πόλη από την επιδημία που προκάλεσε το Κυλώνειο Άγος, ο Σόλωνας κάλεσε από την Κρήτη το μάντη, νομοθέτη και θεραπευτή Επιμενίδη. Εκείνος, αφού εξάγνισε την πόλη, πρόσφερε στον Aθηναίο σοφό τις συμβουλές του, που απηχούσαν την κρητική αντίληψη για τον ιδανικό τρόπο διακυβέρνησης μιας πολιτείας.
Έτσι διαμορφώθηκε το μέγα έργο της νομοθετικής μεταρρύθμισης που, χάρη στη σεισάχθεια και τους άλλους νόμους, ανακούφισε τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και επέτρεψε στην Αθήνα να εισέλθει στην εποχή της ακμής της. Τότε ήταν λοιπόν που καθιερώθηκε στο Πρυτανείο η δωρεάν σίτιση για τους φτωχούς πολίτες, με τυρί, ψωμί, ελιές και όσπρια. Αργότερα βέβαια ο όρος «σίτισις εν τω Πρυτανείω» σήμαινε πια την τιμητική, για διακριθέντα στρατηγό συνήθως, δια βίου διατροφή.
Αρκετούς αιώνες αργότερα, συσσίτια για τους πολίτες οργάνωσαν και οι Ρωμαίοι. Είχαν προηγηθεί προσπάθειες για την ενίσχυση με τρόφιμα και ρουχισμό των ορφανών παιδιών -τα οποία φυσικά αφθονούσαν λόγω των ασταμάτητων πολέμων- αλλά καμία δεν διατηρήθηκε για καιρό.
Τις περισσότερες φορές μάλιστα τη φροντίδα για τους «αλιμεντάριους», τα παιδιά των πάμφτωχων αλλά απαραιτήτως ελεύθερων οικογενειών, δεν αναλάμβανε το κράτος αλλά εύποροι πατρίκιοι που αποσκοπούσαν έτσι να αυξήσουν τη δημοφιλία τους, «πεινασμένοι» όπως ήταν για δημόσια αξιώματα.
Για να αλλάξουν οριστικά τα πράγματα έπρεπε πρώτα να ανέλθει στο ανώτερο αξίωμα (98-117 μ.Χ.) ο αυτοκράτορας Τραϊανός, ο επονομαζόμενος και «Optimus», άριστος δηλαδή, γιατί δεν κληρονόμησε το δικαίωμα να κυβερνά, αλλά επιλέχθηκε ως ο καλύτερος.
Εκτός του ότι ανήγειρε θαυμάσια κτίρια, κατασκεύασε δρόμους και υδραγωγεία και τόνωσε τη γεωργία, κυβέρνησε πραγματικά με ανθρωπιά, ευνοώντας για παράδειγμα την ανεξιθρησκία. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει ο νόμος lex alimentaria που θέσπισε ο ίδιος και πρόβλεπε τη δωρεάν σίτιση των άπορων παιδιών ώς την ενηλικίωσή τους (από 3 μέχρι 14 ετών για τα κορίτσια και μέχρι 16 για τα αγόρια).
Γρήγορα επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις, εκτός της Ρώμης (σε αυτήν τον πρώτο χρόνο σιτίζονταν καθημερινά τουλάχιστον 1.000 παιδιά) και διατηρήθηκε μέχρι τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Δεν αποτελούσε όμως απόρροια μόνο της φιλανθρωπικής διάθεσης του αυτοκράτορα, αλλά, όπως ο ίδιος κάπου σημειώνει, αποσκοπούσε και στην τροφοδό-τηση της πολιτείας με έντιμους πολίτες και -τι άλλο;- εύρωστους στρατιώτες. Για να μην κλείνει δηλαδή ποτέ ο κύκλος με τα ορφανά…