του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 79
Ο «βυζαντινός Ρήγας»
Η έκδοση των Προφητειών του Αγαθαγγέλου μαζί με τα έργα που είχε εκδώσει ο Ρήγας, την προσωπογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την αναφορά στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στη Χάρτα, και την πληθώρα αναφορών σε ήρωες, αυτοκράτορες ή προσωπικότητες του Βυζαντίου, καθώς και η συμμετοχή του Ρήγα στην έκδοση του Χρονικού του Σφραντζή, επιβεβαιώνει την αντίληψη του Λέανδρου Βρανούση για τη «βυζαντινή διάσταση» του υπερεθνικού κράτους του Ρήγα, όπως το οραματίζεται στη Νέα Πολιτική Διοίκηση. Αντίθετα, η αποσιώπηση ή η υποβάθμισή τους επιτρέπει να υποστηρίζεται ευχερέστερα η κατασκευή ενός δυτικοστραφούς «διαφωτιστή» Ρήγα. Ο Βρανούσης υπογραμμίζει:
Τρεις κυρίως πηγές αρδεύουν το έδαφος όπου εβλάστησε ο ευγενικός αυτός βλαστός της Ρωμιοσύνης: η βυζαντινή παράδοση, η κλασική δόξα των προγόνων και οι νεωτεριστικές ιδέες της επαναστατικής Γαλλίας.
Η βυζαντινή παράδοση είναι για τους ραγιάδες ο θησαυρός των ιστορικών αναμνήσεων και η παρακαταθήκη των ελπίδων. [ ] Στις θολές αναμνήσεις των λαϊκών παραδόσεων ή στις νοσταλγικές αναπολήσεις των λογίων, η κοσμοκρατορία των βασιλιάδων του θρύλου –απ’ τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά ως τον Μεγαλέξαντρο– είναι το χρυσό νεφέλωμα του Παρελθόντος, που προεκτείνει αχνές ανταύγειες προς το Μέλλον, τροφοδοτεί την εγκαρτέρηση και την ανακύκληση των ελπίδων, γίνεται ιστορική συνείδηση, κεντρομόλος δύναμη στις φυγόκεντρες ροπές, συνεκτικός δεσμός, ενιαία κι ατέρμονη προσδοκία. Κάθε φορά που η σκέψη των ραγιάδων αποτολμά ν’ αναδυθεί από το σκοτάδι και ν’ ατενίση το Χθες και το Αύριο, η αναμέτρηση κραταιώνει τις ελπίδες: η βυζαντινή παράδοση καλύπτει κυρίαρχη το παρελθόν και η «βυζαντινή ιδέα» διαμορφώνει τα όνειρα του μέλλοντος.
Ο Θεσσαλός έφηβος της εποχής των ορλωφικών, που ανδρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη κι έζησε μέσα στους φαναριώτικους κύκλους όλη την άμπωτη και την πλημμύρα των προσδοκιών και των αποκαρδιώσεων του καιρού του και του Γένους του, έσερνε πάντα μέσα του αξερρίζωτο το υπόστρωμα του θρύλου, των προσδοκιών και των ονείρων των επιγόνων του Βυζαντίου.
Η «Επιπεδογραφία τής Κωνσταντινουπόλεως», ο πρώτος του χάρτης, που κυκλοφόρησε τα 1790, είν’ εύγλωττη απόδειξη. Αναγράφοντας στο χάρτη του «τας παλαιάς και νέας ονομασίας», ανέστησε πάνω απ’ την πρωτεύουσα των Σουλτάνων την ένδοξη «Βασιλεύουσα» των βυζαντινών αυτοκρατόρων: Πλάι στα σχεδιαγράμματα του σαραγίου και των τζαμιών, σημείωσε την Άγια – Σοφιά, τό «παλάτι του Βελησαρίου» και το «παλάτι του Κωνσταντίνου», τον οβελίσκο του βυζαντινού ιππόδρομου με την επιγραφή του, και πλήθος άλλα μνημεία των οχθών του Βοσπόρου. Στο πλάι, τη σειρά των βυζαντινών νομισμάτων με τις ιερατικές μορφές των αυτοκρατόρων την κλείνει η μορφή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου με την τραγική κατακλείδα: «και εδουλώθημεν…» [ ]
Έχουμ’ επίσης την πληροφορία ότι, την ίδια εποχή, στη Βιέννη, ο Ρήγας παραστάθηκε στην έκδοση του «Χρονικού» του Φραντζή, του απομνημονευματογράφου που εξιστορεί την Άλωση, τον πολύδακρυν αγώνα και τις συμφορές της πολυκουρσεμένης χώρας των αυτοκρατόρων. Η έκδοση αυτή, σε μεγάλο σχήμα, στολισμένη με υποβλητικές εικονογραφικές παραστάσεις και συμβολικές συνθέσεις, και προορισμένη ν’ αποτελέση κατανυκτικό ανάγνωσμα των υποδούλων, βγήκε κατά τέλη του 1796 ή στις αρχές του 1797 απ’ τα ελληνικά τυπογραφεία των φίλων του Ρήγα «ἐπιμελείᾳ Φραγκισκ. Καρόλου Ἀλτερ... δαπάνη δε και γράμμασι Μαρκίδων Πουλίου» (1).
Όσο για την έκδοση του Αγαθαγγέλου:
Το λαϊκό αυτό εθνικό ευαγγέλιο που έβρισκε τη βαθύτερη απήχηση στα πλατιά λαϊκά στρώματα, λένε πως το τύπωσε σε μια νέα έκδοση τώρα στη Βιέννη ο Ρήγας (2).
Στη συνέχεια, όπως υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Βρανούσης, «οι νέοι προσανατολισμοί του τον τράβηξαν σ’ ευρύτερους ορίζοντες» διότι «ο βυζαντινός “δεσποτισμός” δεν μπορεί να συγκινή το Ρήγα» (3). Στο πολιτειακό πεδίο, στο πεδίο των ελευθεριών και των δικαιωμάτων, θα αντλεί την έμπνευσή του μάλλον από την αρχαία ελληνική παράδοση και τη νεώτερη δυτική, του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης, ιδιαίτερα στην τελευταία περίοδο της ζωής του.
Όμως, η πλέον πρόσφατη ιστοριογραφική παραγωγή, μέσα στο πνεύμα της γενικευμένης υποτίμησης της βυζαντινής παράδοσης στη σκέψη του ελληνικού διαφωτισμού, συρρικνώνει και υποτιμά συστηματικά τα ανάλογα στοιχεία στη σκέψη του. Ο Κιτρομηλίδης, στο έσχατο πόνημά του, απορρίπτει πλέον ανοικτά κάθε «βυζαντινή διάσταση» στη σκέψη του Ρήγα:
Ο Ρήγας προσδοκούσε ότι το μέλλον των λαών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας θα θεμελιωνόταν σε μια νέα κοινωνική, ηθική και πολιτική τάξη, κατά τις πλέον ρηξικέλευθες επαγγελίες της διανόησης του Διαφωτισμού. Αποτελεί κατά συνέπεια παρερμηνεία και αναχρονισμό να αποδίδονται στον Ρήγα προθέσεις σχετικά με την αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και να ανιχνεύονται επίπλαστα στοιχεία βυζαντινής ιδεολογίας στη σκέψη του (4).
Και όμως, μερικές σελίδες πιο πριν, στο ίδιο κείμενο, είχε μόλις τοποθετήσει τον «βυζαντινίζοντα» Βρανούση μεταξύ των κορυφαίων μελετητών του έργου του Βελεστινλή:
Κορυφαίος μεταξύ αυτών των μεταγενεστέρων υπήρξε ο Λέανδρος Βρανούσης, του οποίου το έργο αποτελεί σημείο αναφοράς και εκκίνησης της σύγχρονης έρευνας περί Ρήγα. Η πνευματική μας οφειλή στον Legrand, τον Λάμπρο, τον Άμαντο και τον Βρανούση αποτελεί βαριά επιστημονική παρακαταθήκη για την επιστημονική κοινότητα της χώρας και υποδεικνύει την ανάγκη να εξακολουθήσουμε να πορευόμαστε απαρέγκλιτα στον δρόμο της επιστήμης, χωρίς παραχωρήσεις και συμβιβασμούς ως προς τις αρχές και τους κανόνες της δεοντολογίας της (5) (sic!).
Τηρούνται άραγε οι κανόνες της «επιστημονικής δεοντολογίας», όταν όχι απλώς αποσιωπάται η «βυζαντινή διάσταση» του Ρήγα, αλλά δαιμονοποιούνται για παρερμηνεία και αναχρονισμό όλοι του οι ερευνητές, και πρώτος απ’ όλους ο Βρανούσης, οι οποίοι επισήμαναν τη βαρύτητα της βυζαντινής παραμέτρου στη σκέψη του Βελεστινλή;
Η αρχαιοελληνική παράμετρος
Αν όμως η ελληνική πολιτική σκέψη, τόσο του Ρήγα, όσο και της Φιλικής Εταιρείας, του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών – ακόμα και του… Ελευθερίου Βενιζέλου, τουλάχιστον μέχρι το 1922 – κινείται, υποχρεωτικά θα λέγαμε, στη συνέχεια της ελληνιστικής και βυζαντινής παράδοσης, δηλαδή του οικουμενικού ελληνισμού, ακριβώς εξαιτίας της νέας διασποράς του ελληνισμού που επέφερε η οθωμανική κατάκτηση, από εκεί και μετά οι δρόμοι αποκλίνουν δραματικά. Η Εκκλησία, οι Φαναριώτες, οι πιο προβεβλημένοι λόγιοι, θα προκρίνουν μια εκ των ένδον «κατάληψη» της ηγεμονίας της Αυτοκρατορίας, ο Καποδίστριας θα αναμένει μια ευνοϊκότερη διεθνή συγκυρία, ο Ρήγας και η Φιλική θα κηρύσσουν την ανάγκη μιας γενικευμένης επανάστασης των υποδούλων, όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των λοιπών υπηκόων της Αυτοκρατορίας6.
Ο Ρήγας κινείται βέβαια στο βυζαντινό πλαίσιο που καθορίζει η ελληνική διασπορά και η οικονομική, πολιτισμική και εν πολλοίς πολιτική πρωτοκαθεδρία των Ελλήνων, ιδιαίτερα στην περιοχή των Βαλκανίων, αλλά ταυτόχρονα, αναθρεμμένος από τον διαφωτισμό και βυθισμένος στα αρχαία ελληνικά κείμενα, ιδιαίτερα μετά τη Γαλλική Επανάσταση, θα προσχωρήσει στις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές αντιλήψεις, εμπνεόμενος τόσο από το γαλλικό Σύνταγμα όσο και από την αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία. Γι’ αυτό, ακόμα και καλοπροαίρετοι αναλυτές του θεωρούν υπερβολική την επιμονή στη «βυζαντινή» παράμετρο του έργου του, την οποία υπογραμμίζει ο Βρανούσης, και προκρίνουν μάλλον μια αρχαιοελληνική δημοκρατική παράδοση.
Ωστόσο, πρόκειται για σύγχυση μεταξύ του πολυεθνικού κρατικού μορφώματος του Ρήγα, σε αδιαμφισβήτητη συνέχεια με τη βυζαντινή και την οικουμενική παράδοση του ελληνισμού και τη μορφή του πολιτικού καθεστώτος. Και ο ίδιος ο Βρανούσης το είχε επισημάνει: «Οι νέοι προσανατολισμοί του τον τράβηξαν σ’ ευρύτερους ορίζοντες», διότι «ο βυζαντινός “δεσποτισμός” δεν μπορεί να συγκινή το Ρήγα». Και όπως αναφέρει ο Λουκάς Αξελός:
Το φόντο του αρχαίου ελληνικού κόσμου δεσπόζει πίσω από την όλη του «φιλοσοφία» και ας είναι προγενέστερο του βυζαντινού. Ο Ρήγας, ως γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, συνδέει όπως και οι Ευρωπαίοι συμμαχητές του το σύγχρονο παρόν με την κλασική αρχαιότητα. Το αφετηριακό υπόστρωμα της Ελληνικής Δημοκρατίας του ανάγεται κατά πρώτο λόγο στον Περικλή, τον Σόλωνα και τον Λυκούργο και όχι στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες (7).
Ο Ρήγας δοκιμάζει να εισαγάγει, στο «βυζαντιακό» πολιτειακό μόρφωμά του, τις αρχές τις πιο ριζοσπαστικής και άμεσης δημοκρατίας. Και εν μέρει στην ίδια κατεύθυνση θα κινηθεί και η Φιλική Εταιρεία, που με τη σειρά της δοκιμάζει να βάλει σε πράξη τα οράματα του Ρήγα. Πρόκειται λοιπόν για ένα «Βυζάντιο» βαθύτατα εκδημοκρατισμένο και εμβαπτισμένο στο αρχαιοελληνικό πνεύμα.
Ορθώς ο Βρανούσης εντάσσει αυτή την ισχυρή «βυζαντινή» παράμετρο της σκέψης του Ρήγα στην ευρύτερη ιδεολογία του υπόδουλου ελληνισμού:
Το Βυζάντιο όμως, που κληροδότησε στους ραγιάδες τους θρύλους –την «κενή ελπίδα» των θρηνωδιών της Αλώσεως ή την παρήγορη προσδοκία των χρησμολόγων και των πιστών–, κληροδότησε συνάμα και κάτι άλλο, που ιδιαίτερα εδώ μας ενδιαφέρει: το σχήμα του οικουμενικού κράτους της Ανατολής, σχήμα που το διατηρούσε στην ίδια περίπου μορφή, αιώνες τώρα, κι ο αλλόθρησκος σφετεριστής της εξουσίας, ο Σουλτάνος. Οι ξένοι που υποκινούν τις εξεγέρσεις των υποδούλων και υπόσχονται νέες σταυροφορίες, για να διώξουν τους Αγαρηνούς στην «Κόκκινη Μηλιά», τη «βυζαντινή ιδέα» καλλιεργούν και αναζωπυρώνουν. Κι όλα τα σχέδια και τα όνειρα των ραγιάδων, που μιλούν αόριστα για την «ανάσταση του Γένους», δε βρίσκουν άλλο πρότυπο για ν’ αναχθούν και να μορφοποιήσουν το είδωλό τους, παρά μονάχα ένα: το σχήμα του οικουμενικού κράτους της Ανατολής, την αυτοκρατορία των Βυζαντινών.
Απτότερη ίσως μορφή του οικουμενικού αυτού σχήματος διατηρούσε επίσης η Εκκλησία, το «οικουμενικό» πατριαρχείο με τον «Γενάρχη» επικεφαλής. –Τις ίδιες οικουμενικές αντιλήψεις διέσωζε και καλλιεργούσε η ιθύνουσα τάξη των Φαναριωτών, η αριστοκρατία των ανωτάτων αξιωματούχων, που συγκυβερνά, θαρρείς, την «αυτοκρατορία» σαν αφανής συγκληρονόμος του βυζαντινού θρόνου .[ ]
Ο Ρήγας, γόνος των ταπεινών ανθρώπων του θεσσαλικού κάμπου, αλλά και τρόφιμος των φαναριωτικών αυλών της βυζαντινής αριστοκρατίας, έζησε από κοντά τις αντιλήψεις και τα όνειρα των λαϊκών στρωμάτων και των ηγετικών τάξεων του Γένους.
Αναμφισβήτητοι είναι οι συναισθηματικοί δεσμοί του με τη βυζαντινή παράδοση (8).
Έτσι στον Ρήγα, όπως και στον δάσκαλό του, τον Καταρτζή, δεν παρατηρείται καμία αντίθεση ή αντίφαση ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη βυζαντινή παράδοση. Γι’ αυτό και στη Χάρτα, το συνθετικότερο έργο του, θα αναδεικνύεται όλη η ελληνική διαχρονία και ιστορία, από την αρχαιότητα και τον Λεωνίδα έως τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και όλος ο ελληνικός κόσμος, από την Κωνσταντινούπολη έως… το χωριό του Μοισιόδακα, την Τσέρνα Βόδα. Στον πρόλογό του, στη Φυσική του, διευκρινίζει την αντίληψή του –και πάλι ισορροπημένη– για τη σχέση των νέων Ελλήνων με την αρχαιότητα:
Κάθε νουνεχὴς φιλόπατρις λυπεῖται βλέποντας τους δυστυχεῖς ἀπογόνους τῶν εὐκλεεστάτων Ἀριστοτέλους καὶ Πλάτωνος, ἢ πάντη γεγυμνωμένους ἀπὸ τὴν ἰδέαν τῆς φιλοσοφίας, ἢ ἀφ’ οὖ ἐγήρασαν ἐπικεφυκότες εἰς μόνα τὰ σπάνια τῆς Ἑλληνικῆς διαλέκτου βιβλία, να ἐκαρποφορήθησαν πολλὰ ὀλίγον ἢ παντελῶς (9).
Πρόκειται σχεδόν για κατά λέξη επανάληψη της ρήσης του Μοισιόδακα το 1761:
Τὴν σήμερον ἡ Ἑλλὰς τρέφει καὶ περιποιεῖται δύο ἐλαττώματα, τὰ πλέον ἀνοίκεια εἰς τὴν δόξαν της. Αὕτη κυριεύεται κατὰ κράτος ἀπὸ τὴν ὑπόληψιν καὶ ἀπὸ τὴν ἀμέλειαν τῆς ἀρχαιότητος. Ἡ πρώτη τῆς ἐγέννησεν ἐκείνην τὴν ἀκμαίαν πρόληψιν, ὅτι ὅσα ἢ ἐφεύρηκαν ἢ ἐκαλλιέργησαν οἱ παλαιοί, ὅλα γενναία, ὅλα ἀκριβή. Καὶ ἡ δευτέρα τῆς ἐπροξένησε τὴν σπάνιν, ἢ μᾶλλον τὴν ἐρημίαν τῶν περισσοτέρων παλαιῶν συγγραμμάτων (10).
Γι’ αυτή τη γενιά των Ελλήνων, και προπαντός για τη «βαλκανική και κεντροευρωπαϊκή» πτέρυγα του ελληνικού διαφωτισμού, πλέον έχουν διευκρινιστεί οι σχέσεις με τους αρχαίους προγόνους. Για μια ευτυχή στιγμή, στη νεώτερη ελληνική ιστορία, «το μαρμάρινο τούτο κεφάλι» δεν εξαντλούσε «τους αγκώνες» (11) των Ελλήνων, όπως θα συμβεί μετά το 1922 για τη γενιά του ’30, αλλά τους έδινε φτερά στα πόδια και δύναμη στη σκέψη. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, στρέφονται μαζικά προς την αρχαία Ελλάδα και τους αρχαίους Έλληνες, εξισορροπώντας κατά κάποιον τρόπο την έως τότε σχεδόν αποκλειστικά κυρίαρχη «βυζαντινή»/θρησκευτική παράδοση. Και η παραγωγή των έντυπων έργων είναι ενδεικτική. Στην πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα, από τα 45 εκδοθέντα βιβλία, τα 35 είναι θρησκευτικά (78%) ενώ στην τελευταία, από 319 βιβλία, τα 128 (40%) έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο. Και αντίστοιχα αυξάνονται εκείνα που αφορούν στην αρχαία Ελλάδα ή στην αρχαία γλώσσα, και πριν απ’ όλα οι γραμματικές που επέτρεπαν στους Έλληνες να έχουν πρόσβαση στην αρχαία γραμματεία, που εκδιδόταν έως τότε από τους Δυτικοευρωπαίους (στην πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα θα εκδοθούν 2 γραμματικές και στην τελευταία… 56). Τέλος, ο Νεόφυτος Δούκας και ο Αδαμάντιος Κοραής θα αρχίσουν, στο γύρισμα του αιώνα, τις ελληνικές εκδόσεις των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Οι Έλληνες, όλο και μαζικότερα, θα δίνουν στα παιδιά τους αρχαιοελληνικά ονόματα, σε τέτοια έκταση ώστε ο Ν. Σπηλιάδης θα σημειώσει: «ἀκούει τις λοιπὸν καὶ τοὺς ἀχθοφόρους Σωκράτας καλουμένους»· ο Γρηγόριος Ε΄ θα αναφερθεί σε σχετική εγκύκλιο του 1819 εις την «κατὰ καινοτομίαν εἰσαχθεῖσα τῶν παλαιῶν ἑλληνικῶν ὀνομάτων ἐπιφώνησι» και τονίζει πως αν θεωρηθεί «ὡς μία καταφρόνησις τῆς χριστιανικῆς ὀνοματοθεσίας», τότε «εἶναι διόλου ἀπροσφυὴς καὶ ἀνάρμοστος»· τέλος, ακόμα και ο Αλή πασάς θα υποπτευθεί πως «εσείς οι Έλληνες, μπρε, κάτι μεγάλο έχετε στο κεφάλι σας. Δεν βαφτίζετε πια τα παιδιά σας Γιάννη, Πέτρο, Κώστα, παρά Λεωνίδα, Θεμιστοκλή, Αριστείδη! Σίγουρα κάτι μαγειρεύετε» (12). Και ο Μιχαήλ Περδικάρης, παρότι στα τέλη του 18ου αιώνα θα αποκαλεί «δέσποινά» του την Αθηνά και θα ομνύει αποκλειστικά στους αρχαίους θεούς, όταν αργότερα λάβει συντηρητικότερη τροπή, θα γράψει με το γλαφυρό ύφος του, στηλιτεύοντας τους ομοτέχνους του ιατρούς και την τάση τους προς την αρχαιοελληνική ονοματολογία:
Ἄλλοι δεν εὐχαριστοῦνται εἰς τὴν ἐπωνυμίαν τοῦ γένους των καὶ λαμβάνουν ὡς ἐπώνυμον κανενὸς παλαιοῦ, ἢ φιλοσόφου ἢ ἥρωος τὸ κύριον ὄνομα, στοχαζόμενοι, ὅτι καὶ χωρὶς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν μάθησιν ἐκείνων τῶν ἀοιδίμων, μὲ μόνον τὸ ξηρὸν ὄνομα εἲν’ ἐκείν’ οἱ ἴδιοι· ὅθεν ἐπωνομάσθη ἄλλος Ἐμπεδοκλῆς, ἄλλος Θρασύβουλος, καὶ ἄλλος Γάδαρος, καὶ ἄλλος Γόμαρος (13).
Η αρχαιοελληνική παράμετρος και η επαφή με τη «φωτισμένη Δύση» λειτουργούν ως το δυναμικό στοιχείο που ενεργοποιεί το κυρίαρχο, αλλά σχετικά αδρανές, βυζαντινό/ορθόδοξο/λαϊκό υπόστρωμα, αποκαθιστώντας την ενότητα της ελληνικής διαχρονίας, συνδέοντάς την με «του παρόντος αιώνος» τα αιτήματα. Στην περίπτωσή μας, το παράδειγμα των ευκλεών προγόνων όπλιζε με δύναμη το χέρι και την καρδιά του ευπατρίδη Βελεστινλή, των δασκάλων και των μαθητών του:
Όμως πληρέστερη αντίληψη των ιδανικών που εθέρμαιναν την ψυχή του Ρήγα, είτε όταν έγραφε τα πρώτα του βιβλία ακόμη, είτε όταν αργότερα εξεκινούσε να προσφέρει τον εαυτό του θυσία στην ελληνική ιδέα, πληρέστερη, λέω, εικόνα των ιδανικών που τον εθέρμαιναν, μας δίνει ένα κείμενο του μεγάλου διδασκάλου του, του Καταρτζή, γραμμένο περίπου πέντε χρόνια πριν από τη Φυσική του Ρήγα: «ἀφ’ οὖ ἔνας Ῥωμηὸς συλλογιστῇ μιά φορά πως κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρομοίους Ἕλληνες, ἢ ἁπτοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βελισάριου, τοῦ Ναρσή, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκὴ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ῥωμαίων, ἢ ἕλκει τὸ γένος του ἀπὸ κανέναν ἅγιο, ἢ ἀπὸ κανέναν του συγγενῆ, πῶς να μὴν ἀγαπᾷ τοὺς ἀπογόνους ἐκείνων κ’ αὐτωνὼν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; Πῶς να μὴν τὸ ’χῃ χαρὰ του να δυστυχῇ σὲ τέτοια πολιτικὴ κοινωνία που συναπαρτίζουν αὐτοὶ;» (14).
Ο δυτικός Διαφωτισμός
Συχνά επαναλαμβάνουμε, ίσως ad nauseam, πως τέσσερις είναι οι πηγές της ελληνικής Αναγέννησης, η βυζαντινή/ορθόδοξη, η αρχαιοελληνική, η δυτική –αναγεννησιακή και διαφωτιστική– σκέψη και η λαϊκή παράδοση. Ανάλογα με την περίπτωση, και τις ατομικές διαδρομές, το βάρος της μιας ή της άλλης διάστασης βαραίνει λιγότερο ή περισσότερο. Ωστόσο κανείς δεν είναι αμέτοχος, δεν μπορεί να είναι αμέτοχος, κάποιας από αυτές τις παραμέτρους. Το αρχέτυπο του αντιδυτικού λογίου, ο Αθανάσιος Πάριος, ως διευθυντής της σημαντικότερης ελληνικής σχολής του ελληνικού φωτισμού, της σχολής της Χίου, διδάσκει, καθημερινά, τις «δυτικές» επιστήμες, ενώ ο πνευματικός του αντίποδας, ο Κοραής, θα εγκαινιάσει την πνευματική του σταδιοδρομία με θρησκευτικά έργα και κατηχήσεις και θα την κλείσει εκδίδοντας τον «συνέκδημο ιερατικό» και υπερασπιζόμενος τον Μάρκο Ευγενικό!
Στον Ρήγα, το βάρος της δυτικής παραμέτρου είναι εξόχως σημαντικό και θα αποτελούσε όντως αναχρονισμό και επαρχιωτισμό η άρνηση αυτής της καθοριστικής επιρροής. Ο Ρήγας θα εκδώσει το Φυσικής Απάνθισμα, έχοντας ως μία από τις ομολογημένες πηγές τη γαλλική Εγκυκλοπαίδεια, τους Ντελικάτους εραστές του Restiff de la Breton, τα Ολύμπια του Μεταστασίου και, προπαντός, θα εμπνευστεί το Σύνταγμά του από το γαλλικό αντίστοιχό του, όσο και αν επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε αυτό με βάση την ελληνική πραγματικότητα. Ο Ρήγας εντάσσει την ελληνική επανάσταση, που σχεδιάζει, στα πλαίσια ενός οικουμενικού οράματος και της ανάδειξης της καθολικότητας του ανθρώπινου όντος και των δικαιωμάτων του, που είχε ήδη διακηρύξει urbi et orbi η Γαλλική Επανάσταση. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Ρήγας είναι πνευματικά πολίτης αυτής της νέας Ευρώπης που προαναγγέλλει ο ήχος της καρμανιόλας και των τυμπάνων της γαλλικής Επανάστασης, ενώ ακόμα και στον Θούριο υπάρχουν απηχήσεις των επεισοδίων της. Ωστόσο, ποτέ δεν υπήρξε μια γαλλική καρικατούρα και η «δημοκρατία» του πατάει γερά στις πραγματικότητες του ελληνικού και βαλκανικού κόσμου, άσχετα με τις πιθανότητες της πραγματοποίησής της, που εξάλλου εκείνη την περίοδο δεν έμοιαζαν και τόσο εξωπραγματικές. Όμως για τη σύγχρονη –μεταπολιτευτική– κυρίαρχη αντίληψη όπως την εκφραζει ο Κιτρομηλίδης:
Η Δημοκρατία του Ρήγα δεν είναι ελληνική επειδή σ’ αυτήν κυριαρχεί το ελληνικό στοιχείο, πράγμα που αποκλείεται από την αρχή της ισότητας, ούτε γιατί η γλώσσα της είναι η ελληνική, επειδή είναι η γλώσσα της παιδείας των Φώτων στην περιοχή, αλλά επειδή η νέα πολιτεία είναι προικοδοτημένη με τα σύμβολα και τις ηθικές αξίες του δημοκρατικού ελληνισμού του Διαφωτισμού, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αυτός ο συμβολικός δημοκρατικός ελληνισμός, αναπαριστώντας τα κλασικά πρότυπα, λειτουργεί και προσδιορίζει και την ταυτότητα της Γαλλικής Δημοκρατίας του έτους Ι, που εμπνέει και καθοδηγεί τον Ρήγα. Η Ελληνική Δημοκρατία, παράλληλα προς τη Γαλλική Δημοκρατία, είναι άλλη μία Πολιτεία της Αρετής. Με αυτή την έννοια του ριζοσπαστικού πολιτικού ουμανισμού πρέπει κυρίως να νοηθεί ο ελληνικός της χαρακτήρας (15).
Η σχέση λοιπόν της Ελληνικής Δημοκρατίας του Ρήγα με τον ελληνισμό και το όραμα της εθνικής του αποκατάστασης δεν συνάγεται ούτε από την κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου, ούτε από εκείνη της ελληνικής γλώσσας, η οποία είναι απλώς(!) ο φορέας της παιδείας των Φώτων στην περιοχή (και όχι, π.χ. και πριν από όλα, η γλώσσα της ορθοδοξίας, του εμπορίου και της διοίκησης). Όχι, πρόκειται απλώς για τον «συμβολικό δημοκρατικό ελληνισμό» που εμπνέει και τη… Γαλλική Επανάσταση, που με τη σειρά της «εμπνέει και καθοδηγεί» τον Βελεστινλή! Και έχει ελληνικό χαρακτήρα μόνο υπό την έποψη του ριζοσπαστικού πολιτικού ουμανισμού! Έτσι και η Γαλλική Επανάσταση, εξαιτίας των οικουμενικών της διακηρύξεων δεν είναι πρωτίστως γαλλική!
Και όμως, η ίδια σχολή σκέψης θέλει να μας πείσει πως το αρχέτυπο της εθνικής επανάστασης είναι η… γαλλική, η οποία αποτελεί και την ιδρυτική πράξη της ανάδυσης των εθνών-κρατών στο προσκήνιο της ιστορίας! Όταν όμως πρόκειται για την άρνηση της ελληνικότητας του Ρήγα, ο ιστορικός μας ξεπερνάει και τον ίδιο τον… γαλλικό εαυτό του (16). Η Ελληνική Δημοκρατία του Ρήγα λοιπόν δεν καθορίζεται ούτε από το «ελληνικό στοιχείο», ούτε από την ελληνική γλώσσα, αλλά συνιστά μία ακόμα «Πολιτεία της Αρετής»! Κατά τον ίδιο τρόπο που πριν επιστρατεύτηκε ως φορέας του επιστημονικού πνεύματος ο Λέανδρος Βρανούσης, για να καταδικαστεί μερικές σελίδες μετά ως βυζαντινιστής αναχρονιστής, τώρα ο ιστορικός μας επικαλείται έναν άλλο συγγραφέα, τον Αριστόβουλο Μάνεση, ξιφουλκώντας εκ νέου ενάντια σε μια «ιδεολογική» και «επαρχιώτικη» πρόσληψη του Ρήγα:
…ο Ρήγας ως κεντρικό πρόσωπο στον ελληνικό εθνικό συμβολισμό έχει αντιμετωπιστεί με τρόπους που συχνά έχουν αμβλύνει τις κριτικές αιχμές των ιδεών του και έχουν αναγάγει τα ζητούμενα της έρευνας σε δεδομένα της ιδεολογίας. Αποτέλεσμα υπήρξε ο φαύλος κύκλος των επαναλήψεων και των μυθοπλασιών ή η καθήλωση του θέματος σε επαρχιακού τύπου αναζητήσεις… Ο κριτικός χαρακτήρας του έργου και των ιδεών του Ρήγα, ιδίως όπως διερμηνεύεται στο καταπληκτικό πολιτικό του όραμα –που τόσο ωραία έχει αναλύσει σε σειρά μελετών του ο ακαδημαϊκός Αριστόβουλος Μάνεσης– είναι κυρίως το στοιχείο που ενέταξε το θέμα στη διεθνή επιστημονική συζήτηση. (17)
Πέραν του ότι μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το κενό περιεχομένου και bon pour l’ Orient νόημα περισπούδαστων εκφράσεων περί του «κριτικού χαρακτήρα» του έργου του Ρήγα, δηλαδή του συγγραφέα του Θούριου, του φλογερού επαναστάτη που θυσιάστηκε για την απελευθέρωση του γένους, ο Αριστόβουλος Μάνεσης, σε κείμενο που παραθέτει ο ίδιος ο προαναφερθείς ιστορικός, σε έκδοση που επιμελείται, τοποθετείται ως εξής για την «ελληνικότητα» του Βελεστινλή και των οραμάτων του:
Ο Ρήγας, σχεδιάζοντας το μετεπαναστατικό πολυεθνικό κράτος [ ] είχε προφανώς επηρεασθεί από τρία παρόμοια ιστορικά πρότυπα. Κατά χρονολογική σειρά: α) από το πολυεθνικό κράτος του Μακεδονικού Ελληνισμού [ ]· β) από το προηγούμενο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία [ ] βαθμιαία είχε εξελληνισθεί· [ ] γ) από το παράδειγμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [ ].
Ο ελληνικός χαρακτήρας του νέου κράτους είναι ένα τέταρτο συστατικό στοιχείο του που συνάγεται σαφώς τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της «νέας Πολιτικής Διοίκησης». Εν πρώτοις [ ] το κείμενό της είναι γραμμένο στα ελληνικά. Αρχίζει με τις λέξεις: «Ὁ λαὸς ἀπόγονος τῶν Ἑλλήνων». Το σχεδιαζόμενον νέο κράτος ονομάζεται «Ελληνική Δημοκρατία» (άρθρο 1 κ.α. σχ. Συντ.) «Ὁ ἑλληνικός λαός, τουτέστι ὁ εἰς τοῦτο τό βασίλειον κατοικῶν» (άρθρο 2). «Ἐκεῖνος πού ὁμιλεῖ τήν ἁπλήν ἤ τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν καί βοηθεῖ τήν Ἑλλάδα/… εἶναι Ἕλλην καί πολίτης» (άρθρ. 4 παρ. 7)[ ].
Η μέριμνα του Ρήγα να προσδώσει βασικά ελληνικό χαρακτήρα στο κράτος που θα προέκυπτε μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού δεν ήταν αυθαίρετη. Απεναντίας η διαγραφόμενη υπεροχή του ελληνικού στοιχείου ήταν θεμιτή, καθώς ανταποκρινόταν σε μια ιστορικά διαπιστωμένη κατάσταση που υπήρχε την εποχή εκείνη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.[ ]
Πρέπει συναφώς να σημειώσω ότι η διαγραφόμενη υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στο πλαίσιο του προγραμματιζόμενου πολυεθνικού κράτους θα ήταν, στην πράξη, πολιτισμικής κυρίως υφής, εμμέσως δε, εκ των πραγμάτων, και οικονομικο-πολιτικής. Πάντως δεν ήταν θεσμικά οργανωμένη (18).
Αποτελεί άραγε αφέλεια ή δήθεν «επιστημονικό» θράσος η παραπομπή στον Μάνεση, ο οποίος υποστηρίζει ακριβώς τα αντίθετα, τόσο ως προς τις βυζαντινές επιδράσεις στο έργο του Ρήγα, όσο, και προπαντός, ως προς τον «ελληνικό χαρακτήρα του νέου κράτους»;
Ένα συνθετικό πρόταγμα
Εντέλει, το γεγονός ότι ο Ρήγας μπορούσε να κινείται σε πολλά επίπεδα, ταυτόχρονα, καταδεικνύεται από το ίδιο το τεράστιο εύρος του έργου του και των αποπειρών του: από την επιστήμη (Φυσικής απάνθισμα) και τη ρομαντική λογοτεχνία (Το Σχολείο των ντελικάτων εραστών) έως τον «βυζαντινό» προφητισμό (Αγαθάγγελος), την επαναστατική «γεωγραφία» (Χάρτα) και την αρχαιολατρία (Νέος Ανάχαρσις και Μέγας Αλέξανδρος)· από τον πολιτικό οραματισμό και σχεδιασμό εμπνευσμένο από τη Γαλλική Επανάσταση (Νέα πολιτική διοίκησις) έως την επαναστατική ποίηση (Θούριος, Ύμνος πατριωτικός) κ.λπ.· και, παράλληλα, η προσπάθεια να συνδυαστεί ο λόγος και η πράξη, το εκδοτικό έργο και η συνωμοτική δράση, οι απόπειρες επαφής με τον Βοναπάρτη, η δημιουργία μιας στοιχειώδους επαναστατικής οργάνωσης και η επαφή με τον σκλαβωμένο ελληνισμό, κ.λπ. Εξάλλου, θα τελειώσει τη σύντομη ζωή του σαν επαναστάτης και μάρτυρας.
Η ίδια μέριμνα χαρακτηρίζει και την πολιτική του σύνθεση, όπου οι αναφορές στην αρχαία ελληνική δημοκρατία του επιτρέπουν να υπερκεράσει σε ριζοσπαστισμό τα ίδια του τα πρότυπα, εκείνα της Γαλλικής Επανάστασης (η δημοκρατία του Ρήγα είναι πλησιέστερη προς την αρχαία αθηναϊκή άμεση δημοκρατία, απ’ ό,τι η Γαλλική Επανάσταση που έχει μάλλον ως πρότυπό της τη Σπάρτη και τη Ρώμη) και ταυτόχρονα να εμπνέεται από τη βυζαντινή οικουμενικότητα.
Το γεγονός ότι ο Ρήγας υπήρξε ίσως η συνθετικότερη μορφή του αναγεννώμενου ελληνισμού, που επιχειρούσε να συνθέσει τα διαφορετικά στρώματα της ελληνικής διαχρονίας, καταδεικνύεται και από τη στάση του στο γλωσσικό ζήτημα και τη δυνατότητά του να κινείται σε όλη την γκάμα της ελληνικής γλώσσας. Από την ομιλουμένη δημώδη και λαϊκή στην οποία γράφει τα περισσότερα κείμενά του και ιδιαίτερα τα επαναστατικά εμβατήρια και τα πολιτικά του κείμενα, έως τα χορικά των Ολυμπίων του Μεταστασίου, τα οποία έχουν προστεθεί από τον Ρήγα στο αρχικό κείμενο και τα οποία έχουν συντεθεί σε… δωρική διάλεκτο. Στα Ολύμπια θα συναντήσουμε πράγματι όλες τις διαβαθμίσεις των μορφών της ελληνικής γλώσσας: από την εισαγωγή και την αφιέρωση, γραμμένη στη συνήθη γλώσσα του Ρήγα, περνάμε στα έμμετρα μέρη των Ολυμπίων, που έχουν μεταφραστεί σε καθαρεύουσα (19), για να φθάσουμε στη δωρική των χορικών του,
«Βασιλῆος παῖ, ἄκεα στυγνῶν /
στοναχῶν λεύσσων, ἑῆς χαλεπῆς /
οὔνεκ’ ἀτασθαλίης, ἄνα ὄλβιος /
Ζεύς σε γενέθλιος ὀρθοῖ»20!
Παρότι η χρήση διαφορετικών μορφών της ελληνικής γλώσσας ήταν συνήθης πρακτική για όλους τους Έλληνες λογίους ή πεπαιδευμένους της εποχής –ακόμα και ο αρχαϊστής Βούλγαρης, στις επιστολές του ή τα εκλαϊκευτικά του κείμενα, γράφει πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι στα φιλοσοφικά, όπου προσπαθεί να δημιουργήσει ένα προσωπικό «αττικό» ύφος– ο Ρήγας, ενώ χρησιμοποιεί κατ’ εξοχήν τη λαϊκή γλώσσα, φαίνεται να κινείται με άνεση και στις λοιπές γλωσσικές μορφές και να τις χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Δηλαδή, καταδεικνύει και εδώ την ευρύτητα της αντίληψής του και την έλλειψη κάθε δογματισμού στη σκέψη του.
Δεν χωράει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι ο Ρήγας επιχειρούσε να ξεπεράσει τις αντιφάσεις που η ιστορία είχε επισωρεύσει, σε μια κυριολεκτικά υπεράνθρωπη σύνθεση. Και η απώλειά του υπήρξε όντως τραγική για την εξέλιξη της επαναστατικής υπόθεσης, αλλά και της πνευματικής διαμόρφωσης του ελληνισμού. Η ίδια του η ζωή, όσο τη γνωρίζουμε, καταδεικνύει το πολυεπίπεδο της μορφής του.