Η Μόσχω Τζαβέλλα (1750-1804) ήταν γυναίκα του περίφημου πολέμαρχου του Σουλίου και εθνικού ήρωα Λάμπρου Τζαβέλλα.
Ξακουστή για τον ηρωισμό της, πέρασε στην Ιστορία του έθνους μας και έμεινε ζωντανή μέσα από την παράδοση τα δημοτικά μας τραγούδια. Πολυτραγουδισμένη για το απαράμιλλο θάρρος της, την αγάπη της για την Πατρίδα και την ανιδιοτέλειά της.
Ήταν μητέρα τεσσάρων παιδιών. Του πρωτότοκου Φώτου Τζαβέλλα πολέμαρχου του Σουλίου ο οποίος δηλητηριασθείς από τον Αλή πασά πέθανε στην Κέρκυρα το 1809, του Γεωργάκη Τζαβέλλα που εφονεύθη στο Σούλι, του Ζυγούρη Τζαβέλλα που εφονεύθη στην Καλλιακούδα το 1823 και της Σόφω Τζαβέλλα η οποία επληγώθη σοβαρά στον δεξί της μάτι κατά την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Η Μόσχω Τζαβέλλα ανέλαβε καπετάνισσα του Σουλίου μετά τον θάνατο του Λάμπρου, και συμμετείχε στις αποφάσεις της Δημογεροντίας των Σουλιωτών.
Η δράση της κορυφώνεται στη μεγάλη μάχη που διεξήχθη στις 20 Ιουλίου του 1792 με πολέμαρχους τον Γεώργιο Μπότσαρη και τον Λάμπρο Τζαβέλλα.
Οι γυναίκες του Σουλίου με μπροστάρισα την Μόσχω, συνέβαλαν καθοριστικά στη νίκη των Σουλιωτών και την πανωλεθρία των τουρκαλβανών! Οι γυναίκες με τα μικρά παιδιά βρίσκονταν πίσω από την ράχη της Κιάφας όπου ταμπουρωμένοι πολεμούσαν οι Σουλιώτες.
Από την πολύωρη μάχη και την ζέστη του καλοκαιριού έπαψαν για λίγο οι πυροβολισμοί, καθώς τα όπλα και των δύο μαχόμενων μερών άναψαν, αλλά και από την κούραση των μαχητών. Το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο και οι Σουλιώτες έπρεπε συντόμως να πραγματοποιήσουν αντεπίθεση στις ορδές του εχθρού!
Ακούγοντας οι Σουλιώτισσες αυτή την ησυχία, νόμιζαν ότι οι τούρκοι νίκησαν και σκότωσαν τους άντρες τους! Εκεί η Μόσχω της οποίας το παιδί ο Φώτος ήταν αιχμάλωτος στα χέρια του Αλή, μπαίνει μπροστά στις γυναίκες και φωνάζει:
«Αδελφαί! ο πόλεμος έπαυσεν, οι τούρκοι ως φαίνεται ενίκησαν και έσφαξαν τους άνδρας, τα παιδιά, τους συγγενείς και όλους τους συμπολίτας μας.
Ημείς λοιπόν τι πρέπει να κάμωμεν; να παραδοθώμεν σκλάβες εις τους Τούρκους, ή να αποθάνωμεν καθώς οι συγγενείς μας; Όλαι εκ συμφώνου απεκρίθησαν, θάνατον μάλλον προκρίνομεν ή σκλαβίαν; Εάν, απεκρίθη η Μόσχω προκρίνητε τον θάνατον δράξατε τα όπλα και ακολουθήσατέ μοι, ας μείνωσι εδώ μόνον αι γραίαι και τρυφερά τέκνα μας, τα οποία αφού αποθάνωμεν ημείς, ας τα ρίψωσι κάτω από τούτον το βράχον, έπειτα ας ριφθώσι και αυταί κατόπιν» (Ιστορία Σουλίου και Πάργας Χρ. Περραιβού εκδ. 1857).
Πάνω από 300 Σουλιώτισσες με αρχηγό την Μόσχω ανέβηκαν τρέχοντας την ράχη όπου από πίσω ήταν ο εχθρός και οι σκοτωμένοι Σουλιώτες!
Όταν έκπληκτες ανακάλυψαν τι πραγματικά συμβαίνει, τότε η Μόσχω φώναξε! Επάνω τους, επάνω τους αδελφές! Τι τα κοιτάτε τα σκυλιά; Οι γυναίκες όρμηξαν με ότι είχαν στα χέρια τους και με λιθάρια εναντίον των Τουρκαλβανών βρίζοντάς τους και φωνάζοντας.
Οι Σουλιώτες φοβούμενοι για την ζωή των γυναικών αλλά και από ευθιξία έκαναν το γιουρούσι το οποίο έφερε την πανωλεθρία στα στρατεύματα του Αλή Πασά, ο οποίος έσκασε δύο άλογα μέχρι να φτάσει δρομαίως πίσω στα Γιάννενα.
Στον δρόμο της η Μόσχω για μισή ώρα δεν πρόλαβε να σώσει τον ανηψιό της Κίτσο Τζαβέλλα ο οποίος με δέκα έξι Σουλιώτες κλείστηκαν σε μία Κούλια και χτυπούσαν τον εχθρό στα νώτα.
Φθάνουσα η Μόσχω ξεσπαθωμένη με σκοπό να τους ελευθερώσει είδε τον Κίτσο νεκρό! Έσκυψε, τον φίλησε και τον σκέπασε με το φόρεμά της λέγοντάς του «επειδή ανεψιέ μου δεν επρόφθασα να γλυτώσω την ζωή σου, ιδέ τρέχω να εκδικηθώ τους εχθρούς και φονείς σου» και όρμησε ξανά!
Ο Χριστόφορος Περραιβός στην Ιστορία Σουλίου και Πάργας 2η εκδ. του 1815, επίσης αναφέρει για την Μόσχω:
«Αυτή είναι γυναίκα του Καπετάν Τζαβέλλα και μητέρα του Φώτου Τζαβέλλα, δια τους οποίους θέλει ομιλήσομεν έμπροσθεν.
Αυτή τωόντι ημπορεί να συναριθμηθή με τας παλαιάς ηρωίδας. Εν ω εγίνετο η μάχη άρπαξεν ένα τζεκούρι (μην έχουσα τα κλειδιά) κι εσυνέτριψε τρία σεντούκια, όπου είχεν εις το σπίτι της γεμάτα φουσέκια, και πέρνωντάς τα μαζί και με τροφάς αρκετάς εξ’ ιδίων της, τα εφόρτωσεν εις ανθρώπους, εις ζώα, κι επάνω εις τους ώμους της, κι έτρεχεν εις τα μετερίζια, και τα εμοίραζεν εις τους πολεμούντας.
Τελειώνοντας αυτό το έργον, έτρεξε κι αυτή κατά των εχθρών και εις καιρόν οπού ο Αλή Πασάς εφοβέριζε να ψήση τον υιόν της Φώτον, αυτή απεκρίθη, ότι τον παρακαλεί να στείλη και αυτής ένα μέρος από το σώμα του να το φάγη, παρά να προδώση την πατρίδα της, κι ότι είναι νέα και κάμνει κι άλλα παιδιά.».
Φυσικά η Μόσχω με τις Σουλιώτισσες και τους Σουλιώτες νίκησαν και ο Πασάς δεν τόλμησε ούτε τον Φώτο να πειράξει, ούτε τους υπόλοιπους 70 αιχμάλωτους Σουλιώτες τους οποίους ελευθέρωσε και υπέγραψε και συνθήκη ιδιαίτερα ταπεινωτική για τον ίδιο.
Από την οικογενειακή παράδοση μαθαίνουμε ότι η Μόσχω πεθαίνει στην Κέρκυρα λίγο μετά την πτώση του Σουλίου το 1804. Το 1820 με την εγκατάσταση των Σουλιωτών ξανά στο «Βουνό», ενταφιάζεται μαζί με τον Λάμπρο Τζαβέλλα στο Νεκροταφείο των Σουλιωτών.
Οι Σουλιώτισσες είχαν εξέχουσα θέση στην Συμπολιτεία και θεωρούνταν ισάξιες των ανδρών. Υπήρχαν θέματα που μόνο οι γυναίκες μπορούσαν να λύσουν, όπως οι διχόνοιες μεταξύ των ανδρών που πολλές φορές έφταναν σε σημείο θανάτου!
Επίσης ο επίδοξος δειλός, πιο πολύ τον κατατρεγμό των γυναικών φοβόταν παρά τους συμπολεμιστές του.
Η Μόσχω Τζαβέλλα είναι η αρχόντισσα οικοδέσποινα, είναι η ιδανική μάνα, η εμβληματική ηρωική μορφή, η περήφανη μα ταπεινή Πατριώτισσα, η θαρραλέα γυναίκα που παραμένει αυστηρά πιστή στις αξίες και στις αρχές της.
Η ζωή και η δράση της Μόσχω Τζαβέλλα συγκλόνισε όλον τον Ελληνισμό προεπαναστατικά και λειτουργεί από τότε σαν φωτεινό παράδειγμα για όλους τους Έλληνες.
Ο ηρωισμός της συγκίνησε και όλον τον πολιτισμένο κόσμο της εποχής της, και τιμήθηκε σαν σύμβολο υπέρ του αγώνα του Ελληνικού λαού για την ανεξαρτησία του.
Ο πίνακας απεικονίζει την Μόσχω Τζαβέλλα πάνω από τον σοβαρά τραυματισμένο Λάμπρο Τζαβέλλα στη μάχη της Κιάφας (Ιούλιος 1792).
Πρόκειται για δύο ιδιαίτερα εμβληματικές και ηρωικές μορφές της προεπαναστατικής περιόδου. Κατά τη διάρκεια της μάχης μία χούφτα Σουλιωτών νίκησε 10.000 τούρκους και αλβανούς.
Η Μόσχω, επικεφαλής 400 Σουλιωτισσών, έτρεψαν σε φυγή πολυάριθμους τουρκαλβανούς που επιχείρησαν να τις αιχμαλωτίσουν.
Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά τραγούδια και έχει επηρεάσει ακόμη και την φιλελληνική τέχνη.