Στις 16 Απριλίου 1834, αρχίζει η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Δημήτριου Πλαπούτα στο Ναύπλιο, με την κατηγορία της συνωμοσίας κατά του βασιλιά Όθωνα.
Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, πρωταγωνιστής στην Επανάσταση του 1821, στρατηγός, πολιτικός, πληρεξούσιος και σύμβουλος της Επικράτειας, έμεινε γνωστός και ως Γέρος του Μοριά.
Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Δυστυχώς, οι αιώνιες “γάγγραινες” της ελληνικής νοοτροπίας , η αχαριστία και η αγνωμοσύνη προς τον ευεργετούντα, ο φιλοτομαρισμός που ωθεί στην επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος και κυρίως η εμφύλια διχόνοια, που από αρχαιοτάτων χρόνων χαρακτηρίζει την ιστορική πορεία της φυλής, οδήγησαν το επίσημο (?) ελληνικό κράτος να προσφέρει την ατιμωτική “ανταπόδοση” στη μεγαλύτερη ιστορική φυσιογνωμία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, το Γέρο του Μοριά.
Παρακάτω, παρατίθεται η απολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη όπως καταγράφεται από το ΓΕΣ και από το βιβλίο του ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη «Η δίκη των στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα».
Η απολογία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Πρόεδρος: Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνη την αλήθεια εις ό,τι ερωτηθώ.
Κολοκοτρώνης: Ορκίζομαι. (Κάθονται όλοι στις θέσεις τους).
Πώς ονομάζεσαι;
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Από πού κατάγεσαι;
Από το Λιμποβίσι της Καρύταινας.
Πόσων ετών είσαι;
Εξήντα τέσσερων.
Τι επάγγελμα κάνεις;
Στρατιωτικός. Στρατιώτης ήμουνα. Κράταγα επί 49 χρόνια στο χέρι το ντουφέκι και πολεμούσα νύχτα μέρα για την πατρίδα. Πείνασα, δίψασα, δεν κοιμήθηκα μια ζωή. Είδα τους συγγενείς μου να πεθαίνουν, τ’ αδέρφια μου να τυραννιούνται και τα παιδιά μου να ξεψυχάνε μπροστά μου. Μα δε δείλιασα. Πίστευα πως ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή του για τη λευτεριά μας και πως δεν θα την έπαιρνε πίσω.
Τι απολογείσαι για την κατηγορία που σου αποδίδεται;
Τον απερασμένο Ιούλη διάηκα στην Τριπολιτσά για να στεφανώσω εν’ αντρόγενο. Από κεί τράβηξα, μαζί με τη νύφη μου, για το μοναστήρι της Άγια-Μονής. Την παραμονή της Παναγιάς ήρθε κι ο Ρώμας στην Καρύταινα όπου καθίσαμε κάνα δυο μέρες. Έπειτα ο Ρώμας έφυγε κι εγώ γύρισα στην Τριπολιτσά στις 18 τ’ Αυγούστου.
Είχες προηγουμένως άλλες συναντήσεις με το Ρώμα;
Δεν είχα πριν καμία συνάντηση μαζί του. Τον αντάμωσα για πρώτη φορά στην Τριπολιτσά. Μακριές ομιλίες δεν είχαμε. Τρώγαμε όμως μαζί.
Και τι λέγατε;
Τα συνηθισμένα όπου λένε οι άνθρωποι όταν τρώνε αντάμα ψωμί.
Δεν είχες την περιέργεια να ρωτήσεις τον Ρώμα για τα όσα διέδιδε περί Αντιβασιλείας;
Καμία περιέργεια δεν έβαλα στο νου μου.
Τον άλλον καιρό τι έκανες στην Τριπολιτσά;
Πάγαινα στο παζάρι. Σύναζα τους χωριάτες και τους μίλαγα επειδής ήτανε ερεθισμένοι από κείνους τους διαβόλους τα νόμιστρα. Τους έλεγα: «Βρε τσομπάνηδες, τι πλερώνατε τον καιρό της τουρκιάς και τι πλερώνετε τώρα; Δεν πλερώνετε τώρα λιγότερα απ’ τον καιρό της τουρκιάς;». Και τους τ’ απόδειχνα με παραδείγματα.
Τον πρίγκιπα Μπρέντ τον γνωρίζεις;
Ναι, τον γνωρίζω. Ήρθε μάλιστα στην Τριπολιτσά για να δη το Ρώμα. Σα μπατζανάκης του που είναι.
Τι παράγγειλες μ’ αυτόν στο γιο σου το Γενναίο στ’ Ανάπλι;
Τίποτα. Ούτε είχα και τίποτα να του παραγγείλω.
Ποιοι άλλοι ήταν τότε στην Τριπολιτσά;
Ο Νικηταράς και Πλαπούτας που είχανε έρθει απ’ τα χωριά τους.
Τι άκουσες περί μιας αναφοράς εναντίον της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών;
Δεν άκουσα τίποτα ούτε και μου μίλησε ποτέ κανείς για καμία τέτοια ανα-φορά.
Δεν άκουσες τίποτα;
Όχι.
Γνωρίζεις τους ληστές Κοντοβουνήσιο, Μπαλκανά και Καπογιάννη;
Τον Κοντοβουνήσιο τον γνωρίζω απ’ τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Μπαλκανάς ήτανε γουρνοβοσκός. Τον κατάτρεχα. Δυο φορές μου ‘φυγε απ’ τα σίδερα. Τον Καπογιάννη δεν τον γνωρίζω.
Τον γραμματικό του Κοντοβουνίσιου, Χρήστο Νικολάου, τον ξέρεις;
Ναι. Είν’ ένα ξόανο παιδαρέλι.
Τον Αλωνιστιώτη τον γνωρίζεις;
Τον γνωρίζω, είναι μάλιστα και συγγενής μου.
Ήξερες πως θα πήγαινε στη Λιβαδειά;
Όχι, δεν το ήξερα. Απ’ τον κόσμο το άκουσα πως πήγε.
Δεν τον είχες δει προηγουμένως;
Όχι.
(Δείχνοντάς το). Είναι αληθινό αυτό το γράμμα του Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προς εσένα;
Ναι, είναι.
Πώς πήρε αφορμή να σου γράψει ο Ρώσος υπουργός;
Ήταν απάντηση σ’ ένα δικό μου γράμμα. Πήρ’ αφορμή για να του γράψω από τούτο δω το περιστατικό: Άμα ήρθε ο Βασιλιάς μας, ο πρεσβευτής της Ρωσίας Ρούκμαν άφησε ένα γράμμα του στο περιβόλι μου συστήνοντάς με στους Ρώσους καπετάνιους του Αιγαίου. Γι’ αυτό έκαμα κι εγώ ένα ίδιο γράμμα συστήνοντας αυτόν και το ναύαρχό τους Ρίκορντ σε δικούς μας. Δε μου πέρασε η ιδέα πως αυτό βλάφτει είτε είν’ εμποδισμένο. Τόκαμα από λεπτότητα.
Τι άλλο έγραφες σ’ αυτό το γράμμα;
Τίποτις άλλο απ’ τη σύσταση. Όσο για το γράμμα που έλαβα έλεγε ν’ αγαπούμε το βασιλιά μας και τη θρησκεία μας. Άλλο δε θυμούμαι. Σ’ αυτό φαίνεται τι μου γράφει ο Ρώσος υπουργός, φανερώνοντας έτσι με ποιο πνεύμα τούγραψα κι εγώ.
Πότε έφυγες για τελευταία φορά από δω;
Δε θυμάμαι καλά. Θαρρώ στις αρχές του Ιούλη. Ήτανε η πρώτη φορά που ‘φυγα από όταν ήρθε ο βασιλιάς.
Και γιατί έφυγες;
Η αιτία όπου μ’ έκανε ν’ αφήσω την εδώ ήσυχη ζωή μου είναι, πρώτο γιατί εγώ είμαι βουνίσιος και με πειράζει η ζέστη, δεύτερο για να στεφανώσω ένα αντρόγενο και τρίτο γιατί μούγραψε ο γιος μου ο Γενναίος μην αρρωστήσω και γι’ αυτό καθόμουνα στην Τριπολιτσά για τον καθαρό αέρα.
Και σ’ όσους ερχόντουσαν να σε ιδούν τι τους έλεγες;
Τους συμβούλευα, καθώς έκανα και στην Άγια-Μονή, όπου έβαλα λόγο γι’ αυτό.
Έχεις άλλο τίποτα να πεις για όσα σε κατηγορούν;
Τούτω δω μονάχα. Μετά το φόνο του Κυβερνήτη η Πατρίδα ήτανε χωρισμένη στα δύο. Εγώ άμα έμαθα το διορισμό του Βασιλιά, έκαμα τη σημαία του και σύναξα κι όλους τους φίλους μου και κάμαμε μιαν αναφορά στη Βαυαρία φανερώνοντας την αφοσίωσή μας. Όταν ήρθ’ ο Βασιλιάς σκόρπισα τους ανθρώπους μου κι ησύχασα.
Τότε, γιατί αντενέργησες στο βασιλιά σου και στην Αντιβασιλεία.
Εγώ ν’ αντενεργήσω; Μα δε ξέρετε λοιπόν κι εσείς οι ίδιοι κι όλοι οι Έλληνες πόσο πάσκισα στον καιρό του σηκωμού ν’ αποχτήσει το έθνος κεφαλή και να μου λείψουν οι φροντίδες; Άμα ο Θεός μου ‘δωσε Βασιλέα, εγώ είπα σ’ όλους τους φίλους μου: «Τώρα είμ’ ευτυχισμένος. Θα κρεμάσω την κάπα μου στον κρεμανταλά και θα πλαγιάσω στην καλύβα μου ν’ αποθάνω ήσυχος κι ευχαριστημένος».
Αυτά είπε ο Γέρος και κάθισε στον πάγκο του, ενώ στην αίθουσα απλώθηκε βαθιά σιωπή και αγωνία.
Στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Το βιβλίο “Η Δίκη των Στρατηγών Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα” ,του Ταξίαρχου Γεωργίου Καραμπατσόλη (Εκδόσεις ΓΕΣ/7ο ΕΓ)