Ως προς τα πολιτικά σχέδια της Φιλικής Εταιρεία δεν μπορούν να ειπωθούν και πολλά, δεδομένης της προτεραιότητας της εθνικής συστράτευσης έναντι των κοινωνικών και πολιτειολογικών προταγμάτων. Μπορούν, όμως, να εξαχθούν ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις, βάσει των προκηρύξεων και των στρατιωτικών σχεδίων του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των φιλικών από τα τέλη του 1820.
Καταρχάς, ως προς το στρατηγικό σκέλος, αρχικό σχέδιο των φιλικών, όπως αποφασίστηκε τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλι[1], ήταν η κατάρρευση της οθωμανικής διοίκησης στην Κωνσταντινούπολη. Προϋπόθεση επιτυχίας αυτού του σεναρίου ήταν η καταστροφή τουρκικού στόλου στην οθωμανική πρωτεύουσα, η σύμπραξη Σέρβων και Μαυροβούνιων και η ρωσική παρέμβαση για την υπεράσπιση της αυτονομίας των ηγεμονιών.[2] Καμία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν υλοποιήθηκε, ωστόσο φαίνεται ότι τα σχέδια της Εταιρείας έκλιναν προς το σενάριο της επαναστατικής διαδοχής και όχι της απόσχισης/ανεξαρτησίας από την οθωμανική εξουσία. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίληψη της ενότητας στη βάση της κοινής θρησκείας και η τάση συμπερίληψης βαλκανικών εθνών στο ελληνικό εθνικό κίνημα, ως ελληνοχριστιανικών.[3]
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην προκήρυξή του στις 24 Φεβρουαρίου 1821 από το Ιάσιο προς τους Γρακούς εις Μολδαβίαν και Βλαχίαν σημειώνει: «Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα επίασε τα όπλα, δια να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων». Τέλος, στην βασική επαναστατική προκήρυξή του (Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος) ο ίδιος αναφέρει ότι «το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους Δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις», ενώ παράλληλα αναφέρεται στα ευρωπαϊκά φωτισμένα έθνη που έχουν καταφέρει να κερδίσουν την ελευθερία τους και διαβεβαιώνει για τη στήριξη του εγχειρήματος από τη μεγάλη κραταιά δύναμη (Ρωσία). Στο σημείο αυτό διαφαίνεται η επιρροή του συντάκτη από τις φιλελεύθερες ιδέες της γαλλικής επανάστασης, καθώς και η πρόθεση δημιουργίας μίας ανώτερης (ύψιστης) διοίκησης (Βουλής) αποτελούμενης από τους κατά τόπους εκλεγμένους αντιπροσώπους (Δημογέροντας).[4]
Με την στρατιωτική αποτυχία της επανάστασης στις ηγεμονίες και την στερέωσή της στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, οι ελληνικές ηγετικές ομάδες άρχισαν να προωθούν, στη βάση της δημιουργίας ανεξάρτητης πολιτείας, σενάρια πολιτικής συγκρότησης. Οι Έλληνες του εξωτερικού με διεθνές εκτόπισμα, που παρακολουθούσαν τις διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων, όπως ο Καποδίστριας, ο Κοραής, ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας ή ο Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης[5], συνέστηναν την άμεση συγκρότηση υπέρτατης διοίκησης. Η διοίκηση θα προσέδιδε νομιμότητα στο ελληνικό εγχείρημα και θα προέβαλε τους εθνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς των Ελλήνων επαναστατών. Ο αγώνας, σύμφωνα με την οπτική των ανωτέρω, υπήρχε κίνδυνος να εκληφθεί από τις δυνάμεις της παλινόρθωσης ως κοινωνικά ανατρεπτικός και έπρεπε να πάρει αποστάσεις από τον «καρμποναρισμό» και τον «εταιρισμό» άλλων ευρωπαϊκών επαναστάσεων που καταπνίγηκαν[6], όπως αυτών στη Νάπολη, το Πεδεμόντιο και την Ισπανία, μετά τις αποφάσεις των συνεδρίων του Λάιμπαχ (1821) και της Βερόνας (1822) που καταδίκαζαν όλα τα εκδηλωμένα επαναστατικά κινήματα στην Ευρώπη.[7]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προκρίνεται η απόκρυψη του ονόματος της Φιλικής Εταιρείας και της μυστικής της δράσης που θα παρέπεμπε στα παραπάνω συμφραζόμενα.[8] Ο Ιωάννης Καποδίστριας στο υπόμνημά του προς τον Ιγνάτιο το καλοκαίρι του 1821, αφού προτρέπει τη σύσταση διοίκησης στους ελευθερωθέντας τόπους που να είναι απλουστάτη και όσον το δυνατόν παρομοία με την παλαιάν των κατασκευήν καθώς οι νεωτερισμοί θέλουν κάμει περισσότερον κακόν παρά καλόν, σημειώνει: «Χαρακτηρίζουν την επανάστασιν της Ελλάδος ως έργον αυτόχρημα των Ιταλικών, Γερμανικών και Γαλλικών εταιρειών. Η κατηγορία αυτή είναι ψευδής· τουλάχιστον δεν την βοηθεί καμμία απόδειξις· εν τοσούτω αυτή πιέζει το έθνος μας. Αι ανόητοι προκηρύξεις του Υψηλάντου εδικαίωσαν πολλά τους εχθρούς μας (και δεν είναι μόνον οι Τούρκοι εχθροί μας) να σημειώσουν την ελληνικήν επανάστασιν ως περισπασμόν, τον οποίον οι Ιακωβίνοι της Ευρώπης ενήργησαν προς βοήθειαν των ολεθρίων σκοπών των κατά Ιταλίας, Γερμανίας και Γαλλίας»[9]. Μάλιστα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, τον Οκτώβριο του 1821, στο πλαίσιο των πολιτικών ανταγωνισμών που είχαν εκδηλωθεί, επιτέθηκε ευθέως στον Δημήτριο Υψηλάντη, λέγοντας πως ο αδερφός του Αλέξανδρος εξαπάτησε το έθνος στο όνομα μίας «ανυπάρκτου αρχής», ότι έπρεπε να αφαιρεθούν τα ύποπτα σύμβολά της Φιλικής Εταιρείας που εξήγειραν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και ότι τη διοίκηση έπρεπε να την αναλάβουν οι ντόπιοι Πελοποννήσιοι με τη δική τους επικουρία.[10]
Έτσι, κοινός τόπος της πνευματικής, θα λέγαμε, ηγεσίας των Ελλήνων, που είχε γνώση των ευρωπαϊκών πραγμάτων, κατέστη η εμφάνιση της ελληνικής επανάστασης ως εντελώς ξεχωριστής περίπτωσης από τις επαναστατικές κινήσεις που εκδηλώνονταν στον ευρωπαϊκό χώρο. Η ιδιαιτερότητά της, σύμφωνα με την παραπάνω ερμηνεία, συνίσταται στο γεγονός ότι δεν επεδίωκε κάποια ριζοσπαστική κοινωνική εκτροπή και τη διατάραξη της ευρωπαϊκής τάξης· αλλά, αντίθετα, επεδίωκε να ενταχθεί στους κόλπους του -αποτελούμενου από τις δυνάμεις της παλινόρθωσης- ευρωπαϊκού συστήματος. Στο ίδιο πλαίσιο κινούνταν και οι ηγετικές ομάδες των Ελλήνων που ανταγωνίζονταν για την εξουσία στον χώρο της απελευθερωμένης ελληνικής επικράτειας. Η επιβεβλημένη -όχι μόνο από τη διεθνή συγκυρία αλλά και από το εν γένει ιδεολογικό σύμπαν της πλειοψηφίας των πρωταγωνιστών- αποστροφή προς τις ανατρεπτικές εκδοχές του καρμποναρισμού και του ηττημένου γαλλικού ιακωβινισμού καθόρισε εν πολλοίς τα όρια ριζοσπαστισμού του σεναρίου πολιτικής συγκρότησης, μέσα στα οποία υποχρεούνταν να κινηθούν και τα περισσότερο ριζοσπαστικά στοιχεία.
Η επανάσταση, εξάλλου, ως γεγονός αποτέλεσε σημείο συνάντησης των νεωτερικών προταγμάτων του εθνικισμού με την παραδοσιακή προνοιακή πρόσληψη του κόσμου και της ιστορίας[11], η οποία συντελέστηκε στη βάση των συνθέσεων και των αμοιβαίων νοθεύσεων και συσσωματώσεων με κοινό τόπο την προσμονή για το «ανεκπλήρωτο καλό» και την εμπρόθετη δράση για την πραγμάτωσή του.[12] Σε αυτόν τον χώρο οριοθετήθηκε το ελληνικό σενάριο επανάστασης αποσείοντας οποιαδήποτε ασύμβατη με αυτό το πλαίσιο σύνθεσης παρέκκλιση· είτε αυτή αφορούσε ριζοσπαστικά αντίθετες και ασυμβίβαστες με το παραδοσιακό πλαίσιο νεωτερικές προσλαμβάνουσες είτε την απώθηση του νεωτερικού εθνικιστικού προτάγματος, με βάση τους παραδοσιακούς νομιμοποιητικούς όρους του πλαισίου της κατάκτησης. Η οριοθέτηση αυτού του ιδεολογικοπολιτικού χώρου είναι έκδηλη σε αρκετές πτυχές της δράσης των πρωταγωνιστών.
Για παράδειγμα, όταν, στα πλαίσια των πολιτικών αντιθέσεων μετά την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη στην Πελοπόννησο, θερμόαιμοι στρατιωτικοί με την υποστήριξη του όχλου επιχείρησαν να λιντσάρουν τους προκρίτους που ήταν συγκεντρωμένοι στη Μάνη στο κατάλυμα του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, συγκρατήθηκαν από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη με τις εξής νουθεσίες: «Ημείς εσηκώσαμε τα άρματα δια τους Τούρκους και έτσι ακουσθήκαμε εις την Ευρώπη και στέκεται όλη η Ευρώπη να ιδή τι πράγμα είναι τούτο […] και αν σκοτώσωμεν τους προεστούς θα ειπούν οι βασιλείς ότι τούτοι δεν εσηκώθησαν δια την ελευθερίαν, αλλά δια να σκοτωθούν οι συνατοί τους, και είναι κακοί άνθρωποι, καρβονάροι».[13]
Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αυτού του οριοθετημένου πεδίου δράσης, οι ηγετικές ομάδες των επαναστατημένων εκπροσωπούσαν ανταγωνιστικά σενάρια πολιτικής συγκρότησης, στη βάση τόσο των διακριτών ιδεολογικών και θεσμικών παραμέτρων όσο και των μέσων επιδίωξης της διατήρησης ή της απόκτησης της εξουσίας από συγκεκριμένα πρόσωπα και ομάδες. Οι ισχυροί προεστοί φαίνεται να είχαν στο νου τους ένα σενάριο «φεντεραλιστικής» εθνικής συγκρότησης που θα διατηρούσε το υπάρχον πλαίσιο αναπαραγωγής της εξουσίας στο επίπεδο της τοπικότητας.[14]
Ο Δημήτριος Υψηλάντης, με την άφιξή του, επεδίωξε, ως πληρεξούσιος της Αρχής, την εγκαθίδρυση ενός συγκεντρωτικού συστήματος -που προσιδίαζε στην «φωτισμένη απολυταρχία»[15]– με την ύπαρξη βουλής, αποτελούμενης από 24 εφόρους, και τον ίδιον στη θέση του προέδρου.[16] Η στρατιωτική μερίδα, με επικεφαλής τον Θ. Κολοκοτρώνη, προέκρινε ένα σενάριο στρατιωτικής κυβέρνησης (governo militare).[17] Τέλος, τα περισσότερο εκσυγχρονιστικά στοιχεία γύρω από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (ομάδα της Πίζας) προώθησαν σταδιακά το σενάριο ενός συγκεντρωτικού συνταγματικού κράτους με γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και τακτικό στρατό.[18]
Οι διαφορετικές αυτές πολιτικές προτεραιότητες και φιλοδοξίες των πρωταγωνιστών δημιούργησαν ανταγωνιστικά σενάρια και προκάλεσαν την εμφύλια σύγκρουση του 1823-1824.
[1] Βλ. Παναγιωτόπουλος, ό.π., 30.
[2] Για το στρατηγικό σχέδιο της Φ.Ε. βλ. Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον Ιστορικόν Περί Της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Α΄ (Αθήνα: Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτένα, 1859), 72–81.
[3] Βλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 73.
[4] Στο ίδιο, 188.
[5] Σημαντική προσωπικότητα του νεοελληνικού διαφωτισμού, ο οποίος από τη Γαλλία συνομιλούσε με τα πρόσωπα του κύκλου του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
[6]Βλ. τις επιστολές του Πολυχρονιάδη προς την ομάδα του Μαυροκορδάτου από το καλοκαίρι έως τα τέλη του 1821 (έγγρ. 32, 58, 63) και του Βιάρου Καποδίστρια προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (έγγρ. 52) στο Εμμανουήλ Πρωτοψάλτης (επιμ.), Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, τ. Α΄, Μνημεία Της Ελληνικής Ιστορίας, τ.Ε΄, Τχ.1 (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, 1963). Επίσης βλ. το «Υπόμνημα περί της τύχης της Ελλάδος» της 17/7/1821 του Ιωάννη Καποδίστρια στο Κώστας Δαφνής (επιμ.), Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. ΣΤ΄ (Κέρκυρα: Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, 1985), 175-80 και για το υπόμνημα του Νοεμβρίου του 1821 του Ιγνατίου στους Πελοποννησίους στο Γεώργιος Δημακόπουλος, Η Διοικητική Οργάνωσις Κατά Την Ελληνικήν Επανάστασιν 1821-1827 (Αθήνα: Τύποις Αδελφών Κλεισιούνη, 1966), 77.
[7]Βλ. Γιάννης Γιαννόπουλος, “Η Διπλωματία: Ευρωπαϊκοί Ανταγωνισμοί Και Ίδρυση Ελληνικού Κράτους,” σε Ιστορία Του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τ. Γ΄ (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2003), 247–53.
[8] Βλ. επιστολή του Πολυχρονιάδη στο Ιστορικόν Αρχείον Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, ό.π., 51.
[9] Βλ. Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, ό.π., 179.
[10] Βλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 725-26.
[11] Νίκος Θεοτοκάς, “Παράδοση Και Νεοτερικότητα: Σχόλια Για Το Εικοσιένα,” Τα Ιστορικά, τχ. 17 (1992): 363–70.
[12] Στο ίδιο, 365.
[13] Βλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 628.
[14] Βλ. Petropulos, ό.π., 81-82. Επίσης, Νίκος Ροτζώκος, Επανάσταση Και Εμφύλιος Στο Εικοσιένα (Αθήνα: Ηρόδοτος, 2016), 117–76.
[15] Βλ. Διαμαντούρος, ό.π., 151.
[16] Για το σχέδιο του Υψηλάντη βλ. Δημακόπουλος, ό.π., 51-52.
[17] Βλ. Βακαλόπουλος, ό.π., 615.
[18] Βλ. Petropulos, ό.π., 51-52.
Μιχάλης Ρέττος
(εκπαιδευτικός, απόφοιτος κλασικής φιλολογίας (ΕΚΠΑ) και εξειδικεύεται στο ΠΜΣ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ)