Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος διέθετε ἕνα ἄρτια ὀργανωμένο σύστημα διοικήσεως. Ὁ αὐτοκράτορας συντόνιζε, μὲ τὶς διάφορες κρατικὲς ὑπηρεσίες, τὸν τεράστιο κρατικὸ μηχανισμὸ καὶ διοικοῦσε τὴν ἀπέραντη αὐτοκρατορία. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἕδρευε ὁ αὐτοκράτορας, ἡ Σύγκλητος, οἱ Δῆμοι, ἡ ἀνακτορικὴ φρουρά, ἡ κεντρικὴ διοίκηση, τὸ συμβούλιο τοῦ στέμματος, ἡ αὐτοκρατορικὴ γραμματεία, ἡ ἀνακτορικὴ ὑπηρεσία, οἱ κεντρικὲς οἰκονομικὲς ὑπηρεσίες τὸ Βυζάντιο διέθετε καὶ κτηματολόγιο, ὁ ἔπαρχος τῆς πόλεως, ὁ ὁποῖος διοικοῦσε τὴ Βασιλεύουσα καὶ κατεῖχε πολὺ ὑψηλὴ θέση στὴν κρατικὴ ἱεραρχία. Ἐδῶ ἐπιλέγονταν τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἡγοῦνταν τῆς περιφερειακῆς διοικήσεως.
Τὸ ἀχανὲς κράτος πετύχαινε τοὺς στόχους του χάρη σὲ μιὰ ἄριστα συγκροτημένη καὶ αὐστηρὰ δομημένη ὑπαλληλικὴ ἱεραρχία, τόσο στὸ κέντρο, ὅσο καὶ στὴν περιφέρεια. Οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Βυζαντίου ἐνσάρκωναν ὅλο τὸ κῦρος τοῦ κράτους καὶ ἦταν ὑπεύθυνοι ἀπέναντί του. Καὶ οἱ πλέον ἄσημοι Βυζαντινοὶ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν ὑψηλὲς θέσεις. Μόνη προϋπόθεση ἦταν ἡ κατοχὴ γνώσεων, κυρίως ἐγκυκλοπαιδικῶν, ρητορικῆς καὶ φιλοσοφίας. Εἰδικότερες καὶ βαθύτερες τεχνικὲς γνώσεις ἔπρεπε νὰ ἔχουν μόνον οἱ γιατροί, οἱ νομικοί, οἱ δάσκαλοι, οἱ καθηγητὲς καὶ οἱ κατώτεροι ὑπάλληλοι. Οἱ ἀνώτατοι ὑπάλληλοι ἔπρεπε νὰ ἔχουν μιὰ γερὴ γενικὴ μόρφωση. Γι’ αὐτὸ ἀνάμεσά τους βρίσκουμε καὶ πολλοὺς γνωστοὺς ἱστορικούς. Καί, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ch. Diehl, πέρα ἀπὸ τὴ διοίκηση οἱ ὑπάλληλοι τοῦ κράτους ἐνεργοῦσαν χάρη στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ ὡς παράγοντας πολιτιστικῆς ἀναπτύξεως καὶ ἑνότητος τοῦ κράτους. Θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἀκολούθως ἐν συντομίᾳ μόνον ὁ τομέας τῆς περιφερειακῆς διοίκησης τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους. Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος (324-337) ὁ πρῶτος Βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ συμπλήρωσε καὶ τελειοποίησε τὸ μεταρρυθμιστικὸ ἔργο τοῦ Διοκλητιανοῦ στὴ διοίκηση. Διήρεσε τὸ κράτος σὲ ἑκατὸν εἴκοσι ἐπαρχίες, οἱ ὁποῖες ὑπήχθησαν σὲ δεκατέσσερις διοικήσεις.
Οἱ δεκατέσσερις αὐτὲς διοικήσεις ἐντάχθηκαν σὲ τέσσερις μεγάλες διοικητικὲς περιφέρειες, τὶς ἐπαρχότητες ἢ ὑπαρχίες (praefecturae praetorio), οἱ ὁποῖες ἦταν:
α. Ἡ ἐπαρχότητα τῆς Γαλατίας, ποὺ περιελάμβανε τὶς διοικήσεις τῆς Βρετανίας, Γαλατίας, Ἱσπανίας καὶ ΒΔ Ἀφρικῆς.
β. Ἡ ἐπαρχότητα Ἰλλυρικοῦ, Ἰταλίας καὶ Ἀφρικῆς, ποὺ περιελάμβανε τὴν Ἀφρική, Ἰταλία καὶ τὸ ΒΔ τμῆμα τοῦ Ἰλλυρικοῦ, δηλαδὴ Δαλματία καὶ Νορικόν.
γ. Ἡ ἐπαρχότητα τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ποὺ περιελάμβανε τὴ Δακία καὶ τὴ Μακεδονία· σ’ αὐτὴν περιεχόταν καὶ ὅλος ὁ ἑλλαδικὸς χῶρος ὣς τὴν Κρήτη. Ἡ ἐπαρχία Ἀχαΐας ἐτάχθη ὑπὸ ἀνθύπατο καὶ ὑπήχθη ἀπ’ εὐθείας στὸν αὐτοκράτορα.
δ. Ἡ ἀχανὴς ἐπαρχότητα τῆς Ἀνατολῆς περιελάμβανε τὴ Θράκη (ἀνατολικῶς τοῦ Νέστου), τὶς ἀσιατικὲς ἐπαρχίες τοῦ κράτους, τὴ Συρία καὶ τὴν Παλαιστίνη. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένους ἐρευνητὲς περιελάμβανε καὶ τὴ διοίκηση Αἰγύπτου.
Ἐ π ι κ ε φ α λ ῆ ς κάθε ἐπαρχότητας ἦταν ὁ ἔπαρχος ἢ ὕπαρχος πραιτωρίων (praefectus praetorio). Ἀσκοῦσε στὴν ἐπαρχότητά του μόνο τὴν πολιτικὴ διοίκηση. Ἐπικεφαλῆς κάθε διοικήσεως τοποθετήθηκε ὁ βικάριος, ἐνῷ ἐπικεφαλῆς κάθε ἐπαρχίας ἕνας κυβερνήτης ποὺ ἀναφέρεται στὶς πηγὲς μὲ διάφορα ὀνόματα (corrector, rector, consulator, iudex ἢ praesides). Ὁ ὕπαρχος πραιτωρίων ἦταν ὁ πανίσχυρος ἐκπρόσωπος τοῦ αὐτοκράτορα καὶ ἑξαρτιόταν ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ αὐτόν. Ὁ ὕπαρχος Ἰλλυρικοῦ, Ἰταλίας καὶ Ἀφρικῆς ἕδρευε στὴ Ρώμη καὶ ὁ τῆς Ἀνατολῆς στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τελευταῖος ὕπαρχος πραιτωρίων τῆς Ἀνατολῆς μνημονεύεται στὶς πηγὲς τὸ 680. Καθὼς περνοῦμε στὴ μεσοβυζαντινὴ ἐποχὴ ἀρχίζει νὰ ἐμφανίζεται ὁ θεσμὸς τῶν θεμάτων.
Λόγῳ τῶν μεγάλων ἐξωτερικῶν ἀπειλῶν, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ (518-565) ἡ κρατικὴ διοίκηση στρατικοποιεῖται. Ἡ λεγόμενη θεματικὴ ὀργάνωση ἔχει ὡς χαρακτηριστικὸ τὴ συνένωση τῆς πολιτικῆς καὶ τῆς στρατιωτικῆς ἐξουσίας στὰ χέρια ἑνὸς προσώπου, τοῦ στρατηγοῦ. Αὐτό, βέβαια, δὲν δημιουργοῦσε κινδύνους, διότι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὁ στρατηγὸς λογοδοτοῦσε στὸν αὐτοκράτορα, οἱ ἄμεσοι ὑφιστάμενοί του, τρεῖς ἀνώτατοι ὑπάλληλοι, ὁ πολιτικὸς διοικητής, ὁ θεματικὸς δικαστὴς καὶ ὁ στρατολόγος, ἀναφέρονταν γιὰ τὶς ὑποθέσεις τοῦ θέματος ἀπ’ εὐθείας στὸν αὐτοκράτορα. Παρὰ ταῦτα, στὴν περιοχὴ εὐθύνης κάθε θέματος ὁ στρατηγὸς – διοικητὴς συγκέντρωνε στὰ χέρια του ὅλες τὶς ἐξουσίες. Ὁ ὅρος θέμα μὲ τὴ σημασία μιᾶς μεγάλης στρατιωτικῆς μονάδας μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν Θεοφάνη γιὰ τὸ ἔτος 610/611, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου (610-641). Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰῶνα τὰ βυζαντινὰ στρατεύματα προέρχονταν ἀπὸ ἐπιστρατευόμενους ντόπιους.
Οἱ μεγάλες μονάδες (θέματα) ἔπαιρναν, ἀρχικὰ τουλάχιστον, τὸ ὄνομά τους ἀπὸ τὴν περιφέρεια ἀπὸ τὴν ὁποία καταγόταν τὸ κύριο μέρος τῶν στρατιωτῶν ποὺ τὶς ἀποτελοῦσαν, π.χ. θέμα τῶν Ἀρμενιακῶν, θέμα τῶν Ἀνατολικῶν, ἢ ἀπὸ τὴν κατηγορία τῶν στρατιωτῶν ποὺ ἀπετέλεσαν τὸν ἀρχικό τους πυρῆνα, ὅπως π.χ. τὸ θέμα τοῦ Ὀψικίου (ἀπὸ τὸ λατινικὸ obsequium=ἀκολουθία), τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦνταν ἀπὸ στρατιῶτες ποὺ ἐν μέρει ἀνῆκαν στὴ φρουρὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀργότερα τοὺς δόθηκαν ὀνόματα γεωγραφικά. Καθ’ ὅλην τὴ διάρκεια τοῦ 7ου αἰῶνα τὰ θέματα – μεγάλες στρατιωτικὲς μονάδες βρίσκονται σὲ διαρκῆ κίνηση, γιὰ νὰ ἀποκρούσουν τοὺς Πέρσες καὶ ἔπειτα τοὺς Ἄραβες. Τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 7ου αἰῶνα ἀποτελεῖ σταθμὸ στὴν ἐξέλιξη τῆς θεματικῆς διοίκησης. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ οἱ Βυζαντινοὶ ἀποκρούουν μπροστὰ στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν πρώτη μεγάλη ἀραβικὴ ἐπίθεση (674-678) καὶ ἀπωθοῦν τοὺς Ἄραβες πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Μ. Ἀσίας.
Τὰ θέματα τότε ἀναλαμβάνουν στατικὴ πιὰ ἀποστολή, νὰ ὑπερασπίζονται δηλαδὴ περιοχὲς ποὺ περικλείονταν στὸν τομέα εὐθύνης τοῦ καθενός. Σιγὰ-σιγὰ τὸ ὄνομα τῶν θεμάτων (=μεγάλων στρατιωτικῶν μονάδων) μεταφέρεται ἀπὸ τὴ στρατιωτικὴ μονάδα στὴν περιφέρεια τῆς ὁποίας τὴν προάσπιση ἔχει ἡ μονάδα αὐτὴ ἀναλάβει. Ἔτσι, τὸ Βυζαντινὸ Κράτος διαιρέθηκε σὲ στρατιωτικὲς διοικήσεις ἀνεξάρτητες τὴ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, ποὺ διέφεραν ὅμως στὴν ἔκταση καὶ στὴ στρατιωτικὴ δύναμη τῶν στρατευμάτων τους. Οἱ ἐξελίξεις αὐτὲς εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὸ κράτος ἀπὸ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 8ου αἰῶνα (ἐποχὴ τοῦ Κωνσταντίνου Ε΄ (740-775) νὰ ἐμφανίζεται διηρημένο σὲ μόνιμες στρατιωτικὲς διοικήσεις – θέματα, ποὺ εἶναι συγχρόνως στρατιωτικὰ καὶ διοικητικὰ – πολιτικὰ μορφώματα ὑπὸ τὴν ἑνιαία διοίκηση τοῦ στρατηγοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅπως προελέχθη, ἦταν ἀπ’ εὐθείας ὑπεύθυνος ἀπέναντι στὸν αὐτοκράτορα. Ὁ στρατηγὸς διοριζόταν, συνήθως, γιὰ τρία ἢ τέσσερα χρόνια καὶ ὑπέκειτο, ὅπως εἴδαμε, σὲ περιορισμοὺς ποὺ ἀποσκοποῦσαν στὸ νὰ τοῦ ἀπαγορεύσουν νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὴ θέση του γιὰ προσωπικὰ ὀφέλη.
Μὲ τὴν ἐδαφικὴ ἐπέκταση τοῦ 10ου αἰῶνα τὸ διοικητικὸ καὶ στρατιωτικὸ σύστημα τῶν θεμάτων ὑφίσταται ἀλλαγές. Μεγάλα θέματα διαιροῦνται σὲ μικρότερα, ἡ θεματικὴ διοίκηση εἰσάγεται σὲ νέες περιοχὲς καὶ μικρότερες στρατιωτικὲς περιφέρειες ἀναπτύσσονται προοδευτικὰ σὲ θέματα. Κατὰ τὴν ὑστεροβυζαντινὴ ἐποχὴ τὸ φαινόμενο τοῦ κατακερματισμοῦ τῶν θεμάτων λαμβάνει μεγάλη ἔκταση. Στὴν πρὸ τῶν Κομνηνῶν ἐποχὴ πολιτικοὶ ὑπάλληλοι τοῦ θέματος, οἱ ὁποῖοι διατηροῦσαν κάπως χαλαρὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν στρατηγό, ἀναλαμβάνουν τὴν πολιτικὴ διοίκηση τοῦ θέματος, ἐνῷ ἡ δικαιοδοσία τῶν στρατηγῶν περιορίζεται στὶς στρατιωτικὲς ὑποθέσεις. Ἔτσι ἐπιταχύνεται ἡ παρακμὴ τοῦ θεματικοῦ θεσμοῦ. Παράλληλα γίνονται συνενώσεις θεμάτων ὑπὸ ἕνα πολιτικὸ διοικητή. Καὶ τὸ σημαντικότερο: στρατὸς θεματικός, ντόπιος, δὲν ὑπῆρχε πιά. Τὸν ἀντικατέστησε ὁ μόνιμος στρατὸς τῶν ταγμάτων μέσα στὰ θέματα. Ὁ ὅρος «θέμα» δήλωνε πλέον εἴτε τὴ γεωγραφικὴ περιφέρεια, εἴτε μιὰ δικαστικὴ – οἰκονομικὴ ἑνότητα, εἴτε μιὰ φορολογικὴ ἑνότητα. Ἡ μεταρρύθμιση τῶν Κομνηνῶν οἱ ὁποῖοι ἐπεξέτειναν ἐδαφικὰ τὸ Βυζάντιο ἀπέβλεπε στὴν ἐπαναφορὰ τῆς παλαιότερης γενικῆς ἀρχῆς τῆς διοικήσεως τῶν θεμάτων ποὺ χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴ συγκέντρωση τῆς πολιτικῆς καὶ στρατιωτικῆς ἐξουσίας στὸ ἴδιο πρόσωπο, ποὺ ἔχει τὸ ἀξίωμα τοῦ «δοῦκα». Κατὰ τοὺς χρόνους τῶν ἐμφυλίων πολέμων (1321-1351) μεταβάλλεται ἐκ νέου ἡ διοικητικὴ ὄψη τοῦ Βυζαντίου. Δημιουργοῦνται μικρὲς ἡγεμονίες στὴν Πελοπόννησο, στὴ Θεσσαλονίκη, τὴ Ροδόπη, τὴν Ἀδριανούπολη. Οἱ δύο τελευταῖες πρὸς τὸ τέλος τῶν ἐμφυλίων πολέμων καταλύονται. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1354 οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὴν Καλλίπολη. Ἡ Μικρὰ Ἀσία εἶχε χαθεῖ πιὰ ὁριστικά.
Τὸ 1363 κατέλαβαν τὸ Διδυμότειχο καὶ λίγο ἀργότερα ἴσως τὸ 1368-1369 τὴν Ἀδριανούπολη. Οἱ τουρκικὲς κατακτήσεις περιόρισαν πλέον τὸ Βυζαντινὸ Κράτος στὴν περιοχὴ γύρω ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὸ δεσποτᾶτο τοῦ Μυστρᾶ. Παρὰ τὶς τεράστιες ἐδαφικὲς ἀπώλειες, τοὺς μαζικοὺς ἐξανδραποδισμούς, τοὺς βίαιους καὶ ἀνελέητους ἐξισλαμισμοὺς καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς περιφερειακῆς διοικητικῆς μηχανῆς, ἡ αὐτοκρατορία ἐπέζησε γιὰ ἄλλα ἑκατὸ σχεδὸν χρόνια ἀκόμη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀνθεκτικότητα τῆς διοικητικῆς παράδοσης, στὰ ἄπαρτα τείχη τῆς Βασιλεύουσας, στὴν πανίσχυρη «αὐτοκρατορικὴ ἰδέα» πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς θεωρίας τοῦ Βυζαντίου – ποὺ ἄντεξε ὣς τὴν Ἅλωση. Ὀφείλεται πρωτίστως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καὶ στὶς ἔσχατες αὐτὲς ὧρες οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἔχασαν τὴν ἐλπίδα ὅτι ἡ Θεία Πρόνοια μὲ ἕνα θαῦμα θὰ ἔστρεφε τὰ πράγματα «εἰς δόξαν καὶ ἀνέγερσιν Ρωμαίων». Στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία καταλύθηκε. «Ἡ Πόλις ἑάλω»! Ὅμως, δὲν χάθηκε. Παραμένει ὁλοζώντανη στὴ μνήμη τοῦ Γένους. Ἀναμένει τὴ δίκαιη ἐτυμηγορία τῆς Ἱστορίας. Τὸ γλυκὸ ὅραμα τῆς ψυχῆς μας, ἡ Πόλη τῶν ὀνείρων μᾶς ζεῖ βαθειὰ στὶς καρδιές μας.
Ch. Diehl – G. Marcais, Le monde oriental de 395 a 1081, Paris 1936.
Μ. Γρηγορίου – Ἰωαννίδου, Παρακμὴ καὶ πτώση τοῦ θεματικοῦ θεσμοῦ, Θεσσαλονίκη 1985.
Ἰ. Καραγιαννόπουλος, Τὸ Βυζαντινὸ Κράτος, Θεσσαλονίκη 1996.
Ἰ. Καραγιαννόπουλος, «Περὶ τὰ βυζαντινὰ θέματα», Ἑλληνικὰ 18 (1964) 196-200.
Ἰ. Καραγιαννόπουλος, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. Α΄ Θεσσαλονίκη 1988 (ἀνατ. Β΄), τ. Β΄ Θεσσαλονίκη 19935, τ. Γ΄ Θεσσαλονίκη 1990.
J. Karayannopulos, Die Entstehung der byzantinischen Themenordnung (Byzantinisches Archiv 10), Munchen 1959. Χρ. Κυριαζόπουλος, Ἡ Θράκη κατὰ τοὺς 10ο – 12ο αἰῶνες, Θεσσαλονίκη 2000.
St. Runciman, Byzantine Civilization, New York
Ἀρχιμ. Χρίστου Κυριαζόπουλου, Ph. D. Βυζαντινῆς Ἱστορίας, M. Sc. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Φιλολογίας,
πρ. Σχολ. Συμβούλου Φιλολόγων Ἀν. Θεσ/νίκης