Ο Μερκούριος Μπούας υπήρξε μια μεγάλη μορφή του Ελληνισμού στην περίοδο της Αναγέννησης. Ήταν ο ηγέτης των Ελλήνων ελαφρών ιππέων, γνωστών ως «Στρατιωτών», οι οποίοι πολέμησαν και δοξάστηκαν στα ιταλικά πεδία μαχών, κατά τη διάρκεια των Ιταλικών Πολέμων. Μέσα από τα λιγοστά στοιχεία που ο χρόνος έχει διασώσει για τη δράση της μεγάλης αυτής προσωπικότητας, θα επιχειρήσουμε να παρακολουθήσουμε την πολυσχιδή δράση του.
Γράφει ο Παντελής Καρύκας
Η οικογένεια των Μπούα αναφέρεται για πρώτη φορά στις πηγές τον 14ο αιώνα. Είχε δε συγγενικούς δεσμούς αίματος με τους Αριανίτες, τον περίφημο βυζαντινό οίκο που έδωσε μεγάλες μορφές στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όπως τον Δαβίδ Αριανίτη, στρατηγό του αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνου, ή τον Κωνσταντίνο Αριανίτη, στρατηγό του αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’, τον Γεώργιο Αριανίτη, πενθερού του Γεώργιου Καστριώτη –του Σκεντέρμπεη – και τον γιο του τελευταίου, Κωνσταντίνο Αριανίτη, ο οποίος και ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες Στρατιώτες που πήγες την Ιταλία και πολέμησε ως μισθοφόρος εκεί. Ο Κωνσταντίνος Αριανίτης μάλιστα τιμήθηκε με τον τίτλο του μαρκησίου του Μονφεράτ.
Οι Αρβανίτες πρωτοαναφέρονται στις Βυζαντινές πηγές από τον Βυζαντινό ιστορικό Μιχαήλ Ατταλειάτη (11ος αι.) και αργότερα – ως Αρβανίτες από το Άρβανον – στην «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής, πάλι τον 11ο αιώνα. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης ξεχώριζε σαφώς τους Αλβανούς από τους Αρβανίτες –τους κατοίκους της περιοχής του Άρβανου, κοντά στην αρχαία ελληνική πόλη του Δυρραχίου.Βασική πηγή πληροφοριών για τον Μερκούριο Μπούα αποτελεί το βιογραφικό, επικό ποίημα «Μερκουρίου Ανδραγαθήματα», το οποίο συνέθεσε, περί το 1519, το πρωτοπαλίκαρό του Ιωάννης Κορωναίος, εκ Ζακύνθου. Οι Μπούες ήταν Αρβανίτες.
Η ετυμολογία του όρου Αρβανίτης, προέρχεται από τη ρίζα Αρβανίτ, σύμφωνα με το Μεγάλο Ετυμολογικό Λεξικό του Ιωάννη Σπ. Κουλάκη (εκδόσεις Μαλιάρης-Παιδεία). Σύμφωνα δε με τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη η λέξη προέρχεται από το τοπωνύμιο Άρβανα. Οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι εντελώς λανθασμένα ο όρος Αλβανός ταυτίστηκε με όρο Αρβανίτης, καθώς οι δύο λέξεις έχουν εντελώς διαφορετική ετυμολογική προέλευση. Τα Άρβανα είναι όρη που εκτείνονται δυτικά της λίμνης Αχρίδας, σχηματίζοντας την ομώνυμη οροσειρά, στα γεωγραφικά όρια της σημερινής Αλβανίας με το κράτος των Σκοπίων.
Μια από τις οικογένειες που κατέβηκε στην Πελοπόννησο και μάλιστα εντάχθηκε στην υπηρεσία των Δεσποτών του Μυστρά, ήταν και αυτή των Μπούα. Ο Θεόδωρος Μπούας, αρχηγός της πατριάς, τον 15ου αιώνα, ήταν απόγονος του Πέτρου Μπούα, ο οποίος υπηρέτησε τους Δεσπότες της Ηπείρου, ως διοικητής της πόλης του Αγγελοκάστρου. Ο Πέτρος Μπούας για ένα διάστημα υποτάχθηκε στους Σέρβους του Στεφάνου Ντουσάν, για να πολεμήσει κατά των Λατίνων που κυριαρχούσαν στην δυτική Ελλάδα, αλλά ήρθε, αργότερα, σε σύγκρουση με τον Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων Θωμά Πρελιούμποβιτς. Δύο ανεψιοί του Πέτρου Μπούα, επίσης, εντάχθηκαν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου, πολεμώντας μαζί του κατά των Τούρκων.Συμπερασματικά, ότι οι Αρβανίτες ήταν οι κάτοικοι της περιοχής από το ελληνικό, από αιώνων, Δυρράχιο και νοτίως αυτού, τους οποίους, μπορούμε να τους ταυτίσουμε ως ελληνικό βορειοηπειρωτικό φύλλο. Οι ίδιοι πάντως έτσι αυτοχαρακτηρίζονταν, θεωρώντας εαυτούς, ως Έλληνες, με την ελληνική τους καταγωγή να χάνεται, κυριολεκτικά, στα βάθη της ιστορίας. Ο ίδιος ο Μερκούριος Μπούας, εμφανίζεται από τον βιογράφο Κορωναίο, να υπερηφανεύεται για την καταγωγή του από την γενιά του βασιλιά Πύρρου της Ηπείρου. Οι Αρβανίτες σταδιακά, πιεζόμενοι από την τουρκική επέκταση, άφησαν τις βορειοηπειρωτικές εστίες τους και άρχισαν να κατεβαίνουν στην Θεσσαλία, αρχικά και στην Στερεά και την Πελοπόννησο, αργότερα, από τα μέσα του 14ου αιώνα, περίπου.
Ο Θεόδωρος Μπούας εντάχθηκε στην υπηρεσία των δεσποτών του Μυστρά. Ένας από συγγενείς του, ο Πέτρος Μπούας, ο λεγόμενος χωλός, συντάχθηκε, λίγο πριν την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Τούρκους, με τον κατά των Παλαιολόγων επαναστάτη άρχοντα της Μάνης Μανουήλ Καντακουζηνό, αντιδρώντας στις αθλιότητες των δεσποτών Δημητρίου και Θωμά Παλαιολόγων.
Ο πατέρας του Μερκουρίου, Θεόδωρος Μπούας, ήταν Στρατιώτης. Πολέμησε τους Τούρκους στην Πελοπόννησο και μετά την κατάρρευση του Δεσποτάτου, το 1461, κατέφυγε, με την οικογένειά του στο βενετοκρατούμενο Ναύπλιο, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στους Βενετούς. Στον Α’ Τουρκοβενετικό πόλεμο (1463-1479) ο Θεόδωρος πολέμησε γενναία υπέρ των Βενετών, συνοδευόμενος από τον έφηβο γιο του Μερκούριο. Όταν οι Βενετοί συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, ο Θεόδωρος δεν σταμάτησε τον πόλεμο. Εντάχθηκε στις δυνάμεις του περίφημου Κροκόνδειλου Κλαδά και συνέχισε την αντίσταση κατά των Οθωμανών.
Ο Θεόδωρος εγκατέλειψε κρυφά το Ναύπλιο, επικεφαλής 60 Στρατιωτών και κινήθηκε προς τη Μάνη, για να ενωθεί με τον Κλαδά. Στον δρόμο επιτέθηκε σε τουρκικό απόσπασμα και το συνέτριψε. Το 1481 συμμετείχε με τον Κλαδά, στην μεγάλη μάχη στο Οίτυλο της Μάνης, όπου σκοτώθηκαν πάνω από 700 Τούρκοι. Λίγους μήνες αργότερα οι δύο Έλληνες Στρατιώτες παγίδευσαν άλλο τουρκικό απόσπασμα 1.000 ανδρών στις στενωπούς της Μάνης και το αφάνισαν. Στις μάχες αυτές έλαβε μέρος και ο νεαρός γιος του, ο μόλις 14 ετών τότε, σύμφωνα με κάποιες πηγές, Μερκούριος.
Οι Τούρκοι όμως επανήλθαν με συντριπτικά ανώτερες δυνάμεις και έτσι ο Μπούας και ο Κλαδάς φυγαδεύτηκαν από την Πελοπόννησο με πλοία του βασιλιά της Νεάπολης Φερδινάνδου. Ο Θεόδωρος Μπούας στάλθηκε αργότερα στην Βόρειο Ήπειρο για να υποστηρίξει την επανάσταση των Χειμαριωτών, μαζί με τον Κλαδά. Μάλλον χάθηκε και αυτός τότε, μαζί με τον ατρόμητο Κροκόνδειλο Κλαδά.
Ο Μερκούριος
Ο Μερκούριος Μπούας πρέπει να γεννήθηκε περί το 1467. Αυτό εικάζεται από ορισμένες πηγές που αναφέρουν ότι κατά την αποχώρησή του από την Πελοπόννησο ήταν 14 ετών. Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και, όπως όλοι οι μέλλοντες Στρατιώτες, έλαβε το όνομα ενός στρατιωτικού αγίου (Αγ. Μερκουρίου). Ήταν κοινή και παλαιά παράδοση οι Στρατιώτες να βαπτίζονται με ονόματα στρατιωτικών αγίων.
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ζωή του Μερκουρίου στην Ιταλία, μέχρι το 1495. Πιθανότατα θα είχε καταφύγει, μαζί με την οικογένειά του, στην προστασία του θείου του Κωνσταντίνου Αριανίτη, ο οποίος από το 1482, είχε συγκροτήσει το πρώτο απόσπασμα Ελλήνων Στρατιωτών, το οποίο έδρασε στον λεγόμενο Πόλεμο της Φεράρα (1482-84). Ο Αριανίτης είχε παντρέψει την κόρη του με τον μαρκήσιο του Μονφεράτ. Μετά τον θάνατο του τελευταίου ανέλαβε ο ίδιος την διοίκηση της μαρκιωνίας του Μονφερά. Το εν λόγω κρατίδιο παρέμεινε υπό ελληνικό έλεγχο μέχρι το 1531, με ηγεμόνες από την δυναστεία των Παλαιολόγων.
Να πως περιγράφει ο Βενετός Μαρίνο Σανούτο την πρώτη παρουσία των Ελλήνων Στρατιωτών στην Βενετία: «Στις 22 Απριλίου 1482 το πρώτο πλοίο με ιππείς έφτασε, μεταφέροντας και εφτά Στρατιώτες από την Κορώνη, οι οποίοι, όταν αποβιβάστηκαν στο Λίντο, παρέλασαν με τον συνήθη τους τρόπο, εμπρός από το μη συνηθισμένο πλήθος, το οποίο κατέπληξαν με την ταχύτητα των αλόγων τους και την ιππευτική τους δεινότητα…Οι Στρατιώτες είναι Έλληνες και φορούν φαρδείς επενδύτες και ψηλά καπέλα, κάποιοι φέρουν θώρακα.
“Φέρουν λόγχες στα χέρια και κεφαλοθραύστη και κρεμούν το σπαθί τους στο πλάι. Κινούνται σαν τα πουλιά και παραμένουν συνεχώς στα άλογά τους. Είναι συνηθισμένοι στις επιδρομές και συχνά λεηλάτησαν τους Τούρκους στην Πελοπόννησο. Αποτελούν αξιόμαχους αντιπάλους των Τούρκων και επιδράμουν εναντίον τους με τρόπο αιφνιδιαστικό. Είναι δε πιστοί στον ηγέτη τους. Δεν συλλαμβάνουν αιχμαλώτους, αλλά αντίθετα κόβουν τα κεφάλια των εχθρών και εισπράττουν ένα δουκάτο για κάθε κεφάλι».
Σύγχρονος, συγκεκριμένος Βρετανός ιστορικός, εμμένει στην άποψη ότι ο Μερκούριος και γενικά οι Στρατιώτες ήταν αποκλειστικά αλβανικής καταγωγής. Ωστόσο ο βιογράφος και πρωτοπαλίκαρο του Μερκουρίου, ο Ιωάννης (Τζάνες) Κορωναίος, τον οποίο ορισμένοι πολιτογραφούν ως Βενετό – ήταν Πελοποννήσιος που είχε καταφύγει στην Ζάκυνθο – αναφέρει χαρακτηριστικά : «Και μαζωχθήκαν άρχοντες οι Λακεδαιμονίτες. Και άλλοι στρατιώτιδες διαλεχτοί Μακεδονίταις».