Σπουδαίο ρόλο κατείχε η γυμναστική και η δημιουργία ενός καλοσχηματισμένου (“Γραμμωμένου” κατά τη συνηθισμένη σημερινή ορολογία) σώματος, στον αρχαίο πολιτισμό μας.
Είναι εύκολο να το διαπιστώσουμε, ακόμα και με μια φευγαλέα ματιά στα έργα τέχνης και κυρίως στα γλυπτά που μας κληροδότησε. Από τις ζωφόρους ως τις επιτύμβιες στήλες, από τις παραστάσεις των αγγείων ως τις διακοσμήσεις των ναών, από την Αθήνα ως τη Σπάρτη, η μυϊκή δύναμη και η μυϊκή μάζα συνυπάρχουν σε μοναδική αρμονία.
Αυτό όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό, είναι το γεγονός ότι στις περισσότερες ελληνικές πόλεις (με κύριους εκφραστές τις σπουδαιότερες πόλεις-κράτη, την Αθήνα και τη Σπάρτη), υπήρχε οργανωμένο πρόγραμμα γύμνασης για τον πληθυσμό, καθορισμένο μάλιστα από την πολιτεία με σχετικό νόμο.
Στην Αθήνα, έκανε τη γυμναστική υποχρεωτική για τους νέους (τους άρρενες), από την παιδική ως τη μέση ηλικία, ο σπουδαίος νομοθέτης Σόλων. Στα πλαίσια της γενικής πεποίθησης ότι η άσκηση προάγει την υγεία η οποία με τη σειρά της συνδέεται με την πνευματική ανέλιξη. Ο Αριστοτέλης μάλιστα θεωρείται ότι έθεσε πρώτος ορισμό για αυτό που σήμερα λέμε Επιστήμη της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού, λέγοντας ότι σκοπός της γυμναστικής είναι να γυμνάζει το σύνολο του πληθυσμού και όχι μόνο τα “ταλαντούχα” άτομα. Επομένως οφείλει να προσδιορίζει και το είδος της άσκησης που είναι κατάλληλο για το κάθε άτομο αλλά και να μην ξεφεύγει από τα όρια της αγωγής και της αισθητικής.
Στη Σπάρτη, ο Λυκούργος ήταν αυτός που έθεσε τις παραμέτρους της υποχρεωτικής εκγύμνασης και του φάσματος της διατροφής. Ήταν σαφώς πιο διευρυμένες και αυστηρότερες από εκείνες των Αθηνών. Στην κοινωνία των σπαρτιατών ο πλούτος (με την κλασική έννοια της κτίσης χρυσού και πολύτιμων μετάλλων) ήταν ανύπαρκτος και κόσμημα θεωρούνταν το εύρωστο, όμορφο σώμα. Στην πραγματικότητα δεν εξαιρούνταν σχεδόν κανένας από την άσκηση, ούτε τα κορίτσια και οι γυναίκες, ενώ υπήρχαν καθορισμένα όρια τόσο για την ελάχιστη όσο και για την πιο πλούσια διατροφή ώστε να εμποδίζεται η πολυφαγία και ταυτόχρονα να εξασφαλίζεται στους σκληρότερα γυμναζόμενους πολίτες επαρκής ποσότητα φαγητού η οποία θα διατηρούσε το σώμα τους στην άριστη επιθυμητή κατάσταση. Από τον 8 π.Χ. αιώνα μάλιστα, απαγορευόταν στους πολίτες να καταπονούνται σωματικά για κανένα άλλο λόγο εκτός της άσκησης (Pathfinder “το βιβλίο της Πανδώρας”).
Το μάθημα της φυσικής αγωγής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Κατά το παράδειγμα της Αθήνας και της Σπάρτης, οι περισσότερες ελληνικές πόλεις διατηρούσαν δημόσια γυμνάσια και παλαίστρες. Δεν ήταν μόνο χώροι άθλησης αλλά ήταν και χώροι για κοινωνικές συναθροίσεις και πνευματικές ζυμώσεις. Στους αθηναϊκούς αθλητικούς χώρους η άθληση γινόταν και υπό τη συνοδεία αυλού ώστε να συνδυάζεται η γυμναστική με την πνευματική καλλιέργεια και οι αθλητές να αποκτούν αρμονία και ρυθμικότητα στις κινήσεις τους. Οι “απόφοιτοι”του κάθε γυμναστηρίου οργανώνονταν μάλιστα σε μια πρόδρομη μορφή των σημερινών συλλόγων.
Εκεί εκτελούνταν τα “Γυμνάσια”, ένα σύνολο ασκήσεων με κύριο στόχο την ενδυνάμωση του μυοσκελετικού συστήματος. Το πρόγραμμα προπόνησης ενός αθλητή της εποχής, αποτελούνταν κατά βάση από τις παρακάτω ασκήσεις:
α) “Αλτηροβολία”, Όπου το σώμα και κυρίως οι μυς του κορμού, γυμναζόταν με συνεχόμενες άρσεις αλτήρων. Οι αλτήρες ήταν πολύ διαδεδομένο μέσον εκγύμνασης στους αρχαίους χρόνους. Η μέθοδος αυτή εφαρμοζόταν και για το άλμα σε μήκος.
β) “Χειρονομία”, Κατά την οποία οι αθλητές μιμούνταν τις κινήσεις της πυγμαχίας (“Πυγμής”), Με φανταστικό αντίπαλο. Ήταν στοχευμένη στην ενδυνάμωση του κορμού και των χεριών.
γ) “Σκιαμαχία” που περιελάμβανε μιμητικές κινήσεις του αθλήματος της οπλομαχίας και εδώ χωρίς αντίπαλο.
δ) “Πιτυλίζειν”. Σε αυτό οι αθλητές μιμούνταν τις κινήσεις της κωπηλασίας και φυσικά γύμναζαν κυρίως το επάνω μέρος του σώματος.
ε) “Ανατροχασμός” για την ενδυνάμωση των ποδιών και κυρίως του πίσω μέρους τους. Εδώ οι αθλητές έτρεχαν προς τα πίσω.
στ) “Περιτροχασμός”, Για γενική ενδυνάμωση των ποδιών και του καδιοαναπνευστικού, κατά τον οποίο γινόταν τρέξιμο κυκλικά στο στάδιο.
Τα γυμνάσια ήταν επιπλέον επανδρωμένα με “υπαλλήλους” που επιτηρούσαν τους ασκούμενους (τους παιδαγωγούς), Ενώ ο τότε δάσκαλος για τη Φυσική Αγωγή, λεγόταν “παιδοτρίβης”. Η προπόνηση χωριζόταν στην “προπαρασκευή” (προθέρμανση) και την “κατασκευή” (αντίστοιχο του κυρίου μέρους της προπόνησης). Το πρόγραμμα προσαρμοζόταν μάλιστα ανάλογα με τον τόπο, τον καιρό, την εποχή του έτους, τη θερμοκρασία, τη τμήμα της ημέρας που εκτελούνταν (πρωί, μεσημέρι ή απόγευμα) και το επίπεδο του αθλητή. Ακόμα ο χαρακτήρας, η ψυχική διάθεση (αυτοδιάθεση) του ασκούμενου, όψη στο σχεδιασμό του προγράμματος (Νικολαΐδου Ε. – 2003). Επίσης γινόταν και χρήση μεθόδων αποκατάστασης λαμβάνονταν υπ ‘υπό μορφή ιαματικών λουτρών, αμμόλουτρων, επαλείψεων ή και μαλάξεων με ελαιόλαδο και αιθέρια έλαια.
Οι Έλληνες ασχολούνταν με πολλά αγωνίσματα (εντός ή εκτός Ολυμπιακού προγράμματος), όπως: Δρόμοι διαφόρων αποστάσεων, απλοί (Στάδιο: 180 με 200 μέτρα, δίαυλος: ίσος με δύο στάδια, δόλιχος: 7, 10, 12, 20 ή 24 κατά καιρούς στάδια) ή με τμήματα του στρατιωτικού εξοπλισμού τους (οπλίτης δρόμος σε διάφορες αποστάσεις, φέροντας άλλοτε πανοπλία, άλλοτε κράνος και ασπίδα και άλλοτε μόνο ασπίδα) ή με μεταφορά δάδας (λαμπαδηδρομία 2500 χιλιομέτρων περίπου) ή και με σκυτάλη(σκυταλοδρομία).
Έκαναν ρίψεις ακοντίου και δίσκου, άλμα σε μήκος, πάλη,πυγμαχία, παγκράτιο (ένα εξαιρετικά επικίνδυνο συνδυασμό πυγμαχίας και πάλης). Είχαν επίσης ιππικά αγωνίσματα, όπου νικητής ή Ολυμπιονίκης θεωρούνταν ο ιδιοκτήτης του αλόγου ή του άρματος και όχι ο αναβάτης ή ο ηνίοχος (Μήνη Χ. – 2007). Έτσι ήταν και τα μοναδικά αγωνίσματα στα οποία Ολυμπιονίκης κατά την αρχαιότητα, μπορούσε να είναι και γυναίκα (ή παιδί ή ακόμα και πόλη!), Με πρώτη και πιο ονομαστή την δύο φορές Ολυμπιονίκη Κυνίσκα, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου και αδελφή του Αγησίλαου του Β, ο οποίος την προέτρεψε να εκθρέψει άλογα για το σκοπό αυτό (Πλούταρχος, Αγησ. 20. 1.).
Μάλιστα η σύγχρονη ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, έχει αφιερώσει σε αυτή το ποίημα “Κύνισκα η Σπαρτιάτις” (Καρέλλη Ζ. 1973). Οι περισσότερες γυναίκες Ολυμπιονίκες κατάγονταν από τη Σπάρτη. Εκτός αυτών ασχολούνταν με την κωπηλασία, την τοξοβολία και το κολύμπι. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το ότι έπαιζαν και ορισμένα είδη παιχνιδιών με μπάλα. Από απεικονίσεις σε αγγεία και από ανάγλυφες παραστάσεις, γνωρίζουμε ότι ένα έμοιαζε με το σημερινό βόλεϊ, χωρίς όμως το δίχτυ, ένα άλλο περιελάμβανε κάποια στοιχεία ποδοσφαίρου (το επίσκυρο) και ένα τρίτο ήταν παρόμοιο με το σύγχρονο εγγλέζικο κρίκετ. Συγκεκριμένα, κάθε παίκτης κρατούσε μια βακτηρία (μπαστούνι), Γυρισμένη ανάποδα και με την λαβή της χτυπούσαν μια σφαίρα που βρισκόταν στο έδαφος.
Είτε κατά τα αθηναϊκά πρότυπα είτε κατά το αυστηρό σπαρτιατικό σύστημα, ένα είναι το βέβαιο: Τα ιδεώδη της γυμναστικής της ομορφιάς, της σωστής διατροφής και του αθλητισμού, πουθενά στον κόσμο δεν υμνήθηκαν περισσότερο από ότι στον δικό μας αρχαίο κόσμο. Εξυψώθηκαν μάλιστα στο ίδιο επίπεδο με το πνεύμα. Γιατί μόνο ο ελληνικός πολιτισμός την ανέδειξε απόλυτη ισορροπία μεταξύ σώματος και πνεύματος εντάσσοντας πρώτος την φυσική αγωγή στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των πολιτών!
Το κτήριο της παλαίστρας
Το κτήριο της παλαίστρας αποτελούνταν από μια κεντρική, ορθογώνια (τετράγωνη ή επιμήκης) περίστυλη αυλή, η οποία περιβαλλόταν από στοές. Πίσω από αυτές αναπτύσσονταν περιμετρικά αίθουσες διάφορων χρήσεων. Χάρη στη μαρτυρία των γραπτών πηγών, της αρχαίας δηλαδή γραμματείας και των επιγραφών που μας σώζονται, αλλά και των λειψάνων που έφεραν στο φως οι ανασκαφές, γνωρίζουμε σήμερα την ονομασία των επιμέρους χώρων της παλαίστρας και πληροφορούμαστε για τη λειτουργία τους: βοηθητικοί χώροι για τη φροντίδα και την καθαριότητα του σώματος. To αποδυτήριον, όπου οι νέοι γδύνονταν και άφηναν τα ενδύματά τους πριν γυμναστούν, αποτελούσε συνήθως μια από τις μεγαλύτερες αίθουσες της παλαίστρας. Λειτουργούσε παράλληλα ως χώρος ανάπαυσης, συνάντησης και συζήτησης. Πριν από τη διεξαγωγή των γυμναστικών ασκήσεων οι νέοι άλειφαν το σώμα τους με λάδι στο αλειπτήριον.
Για τη φύλαξη των αγγείων του λαδιού υπήρχε ειδικός αποθηκευτικός χώρος, το ελαιοθέσιον, ενώ στο κονιστήριον [ή κόνι(σ)μα] βρισκόταν, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, η λεπτή σκόνη ή η άμμος, την οποία κολλούσαν οι αθλητές πάνω στο λαδωμένο σώμα.6 Το λάδι και τη σκόνη αυτή καθάριζαν μετά την άθλησή τους με τη βοήθεια της στλεγγίδας, ενός μεταλλικού εργαλείου που διέθετε μια καμπύλη λεπίδα. Απαραίτητο για τη λειτουργία του γυμνασίου ήταν το λουτρό (ή λουτρώνας), αίθουσα που διέθετε κατάλληλο σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης και λεκάνες (πυέλους) τοποθετημένες κατά μήκος των τοίχων.