Ο «γιος της καλογριάς», Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782-1827), υπήρξε μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ένας από τους μεγαλύτερους ηγέτες της Επανάστασης.
Συμμετείχε σε αναρίθμητες μάχες και χτυπήθηκε θανάσιμα στην μάχη του Φαλήρου στις 22 Απριλίου 1827.
Πέθανε τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, περιβαλλόμενος από τους συναγωνιστές του.
Ακολουθεί αφιέρωμα των Νέων στον μεγάλο οπλαρχηγό της Επανάστασης του 1821
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο αθυρόστομος γιος της καλογριάς, που έγινε αρχιστράτηγος των Ελλήνων.
Από το Μαυρομάτι των Αγράφων έως τη Μάχη τη Φαλήρου.
Νόθος γιος της Ζωής Ντιμισκή και – κατά πάσα πιθανότητα – του αρματολού Δημήτρη Ίσκου ή Καραΐσκου, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης έμελλε να αποτελέσει μια από τις κεντρικότερες φιγούρες της Επανάστασης του 1821.
Εκτός από την πατρότητά του, αμφισβητούμενη είναι και η ακριβής καταγωγή του. Ορισμένοι βιογράφοι του τον θέλουν να γεννιέται σε σπηλιά, πλησίον του Μαυρομματίου Καρδίτσας, ενώ άλλοι σε μοναστήρι στην Σκουληκαριά Άρτας, από όπου καταγόταν και η μητέρα του.
Σε κάθε περίπτωση, μεγάλωσε με θετούς γονείς σαρακατσάνικης καταγωγής, καθώς η μητέρα του τον εγκατέλειψε από ντροπή και έπειτα πέθανε όταν ο ίδιος ήταν μόλις οκτώ ετών. Παρά το σύντομο πέρασμά της από τη ζωή του, ίσως ήταν εκείνη που του κληροδότησε ένα από τα πιο διάσημα χαρακτηριστικά του, την αθυροστομία του. Άλλωστε και η ίδια ήταν περίφημη για την «τολμηρή» γλώσσα της.
Η αμφιλεγόμενη αρχή ενός μεγάλου οπλαρχηγού
Αν και έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους σημαντικότερους αρχηγούς της Επανάστασης, η πορεία του δεν υπήρξε πάντοτε απολύτως ξεκάθαρη. Έγινε κλεφτόπουλο από πολύ νεαρή ηλικία και ήταν ήδη καπετάνιος στην αρχή της επανάστασης. Ωστόσο, κατά την πρώτη αυτή περίοδο αντιμετώπισε τη δυσπιστία των άλλων αρχηγών, καθώς είχε περάσει ένα διάστημα ζώντας στην αυλή του Αλή Πασά και πολεμώντας για εκείνον. Μάλιστα λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς τον ρώτησε τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος αποκρίθηκε:
«Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη».
Η καταδίκη για εσχάτη προδοσία
Σύντομα πάντως λιποτάκτησε και προσχώρησε στους πολεμιστές του Κατσαντώνη. Η αμφιλεγόμενη στάση του, σε συνδυασμό με την ευρύτερη διαμάχη για την εξουσία μεταξύ των οπλαρχηγών και των πολιτικών κατά το πρώτο εκείνο στάδιο της επανάστασης, οδήγησε στην καταδίκη του για εσχάτη προδοσία στις 30 Απριλίου του 1824 και τη στέρηση των αξιωμάτων που είχε συγκεντρώσει μέχρι τότε.
Στις 25 Ιουνίου του ίδιου έτους, ωστόσο, κατέφυγε στο Ναύπλιο, όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε και πάλι όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
«Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος»
Μάλιστα, ήταν ο Α. Ζαΐμης, ο οποίος τον θεώρησε ως τον αξιότερο στρατιωτικό για τη θέση του αρχιστράτηγου. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ο Καραϊσκάκης κατά τη διάρκεια του δεύτερου εμφυλίου πολέμου είχε συμμετάσχει μαζί με άλλους Ρουμελιώτες σε πλιάτσικο στην οικία των Ζαΐμηδων.
Ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, με την αμεσότητα που τον διέκρινε, φέρεται να είχε τον εξής διάλογο με τον Υδραίο Β. Μποντούρη:
Μπουντούρης: Δεν έκαμες έως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου προς την πατρίδα, Καραϊσκάκη. Ο Θεός να σε φωτίση να το κάμης από εδώ και εμπρός
Καραϊσκάκης: Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος. Και όταν θέλω γίνομαι διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος.
Πρόκειται για μια υπόσχεση που τήρησε, μέσα από τη γενναιότητα αλλά και τη στρατηγική οξυδέρκεια που επέδειξε στις μάχες που οργάνωσε ως επικεφαλής. Χάρη σε εκείνον, μέσα σε τέσσερις μήνες απελευθερώθηκε ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Μια σφαίρα αγνώστου ταυτότητας
Όπως η γέννησή του, έτσι και ο θάνατός του καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Το μόνο βέβαιο είναι πως οφείλεται πρώτα από όλα στον ηρωισμό και την αυταπάρνησή του.
Τον Απρίλιο του 1827, οι διορισμένοι από τη Συνέλευση της Τροιζήνας φιλέλληνες στρατιωτικοί Κόχραν και Τσωρτς οδήγησαν τους Έλληνες σε μια καταδικασμένη εξ αρχής κατά μέτωπον μάχη με τους Τούρκους. Ο Καραϊσκάκης, ήδη χρόνια άρρωστος από φυματίωση, έριχνε με αυτοθυσία τον εαυτό του στις συμπλοκές, με αποτέλεσμα να δεχθεί προειδοποιήσεις από τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη πως πρέπει να «σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα».
Ο Καραϊσκάκης δεν τον άκουσε. Το τέλος του γράφτηκε ανήμερα της ονομαστικής του εορτής. Τη νύχτα της 22ας Απριλίου 1827, άκαιροι πυροβολισμοί Κρητικών πολεμιστών πριν το σύνθημα για γενική επίθεση, οδήγησαν σε συμπλοκή με τους Τούρκους.
Ο Καραϊσκάκης έφτασε στο σημείο όπου και τραυματίστηκε από σφαίρα στη βουβωνική περιοχή. Την επόμενη μέρα θα έχανε τη ζωή του, με ανεπιβεβαίωτες πηγές να θέλουν τη σκανδάλη να πάτησε χέρι Έλληνα, οπλισμένο από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με τον οποίο είχαν γνωστή έριδα. Οι περισσότερες πρωτογενείς πηγές, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι πυροβολήθηκε από τους Τούρκους.
Οι βωμολοχίες
Εκτός από τη γενναιότητά του, υπάρχει και άλλο ένα χαρακτηριστικό με το οποίο έμεινε στην ιστορία ο μεγάλος οπλαρχηγός: Η παροιμιώδης αθυροστομία του, που τον ακολουθούσε σε ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του.
Η επιστολή στον Μαχμούτ Πασά
Το 1823, ο Μαχμούτ Πασάς, διοικητής της σημερινής Νότιας Αλβανίας εκστράτευσε στην κεντρική Ελλάδα με ισχυρές δυνάμεις για να καταπνίξει την επανάσταση στα Άγραφα και τη Δυτική Ελλάδα, πριν προχωρήσει στο επαναστατημένο Μεσολόγγι. Πριν συναντήσει τους επαναστάτες στο πεδίο της μάχης, προτίμησε να απευθύνει μια επιστολή που καλούσε τους Έλληνες σε παράδοση, προς αποφυγή των εχθροπραξιών. Σε αυτή, ο Καραϊσκάκης απάντησε:
«Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω.
Κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον,
Κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω,
Κι αν έλθεις καταπάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
Τα χωρατά στο κρεβάτι του πόνου
Θέλοντας να δοκιμάσει έναν νέο γιατρό που θα αναλάμβανε τη φροντίδα της φυματίωσής του, ο Καραϊσκάκης οργάνωσε μια φάρσα. Έκρυψε κάτω από τα σκεπάσματά του έναν από τους άνδρες του και έδωσε το δικό του χέρι, όταν ο γιατρός πήγε να τον εξετάσει. Εκείνος του είπε: «Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ». Έπειτα, ο Καραϊσκάκης πέταξε τα σεντόνια του και, όταν ο γιατρός αντίκρισε έκπληκτος τον κρυμμένο άνδρα, του είπε:
«Ο πούτσος μου έπεσε μωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!»
Ελευθερόστομος ακόμη και στη δίκη του
Την 1η Απριλίου του 1824, ο Καραϊσκάκης δικάστηκε με την κατηγορία ότι είχε προχωρήσει σε μυστική συνθηκολόγηση με τον Ομέρ Βρυώνη. Εκεί απέδειξε τον ατρόμητο χαρακτήρα – αλλά και το αστείρευτο χιούμορ του – μέσα από έναν απίστευτο διάλογο με τον ηλικιωμένο δικαστή Γαλάνη Μεγαπάνου.
Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλια στα λόγια που λέω, εκατό ζωές να ‘χω δεν γλιτώνω.
Μεγαπάνου: Βρε ξέρουμε πως λες όλο λόγια, μα γιατί τα λες;
Καραϊσκάκης: «Τα ‘χω χούι κυρ Πάνο»
Μεγαπάνου: «Αμ, γιατί να το ‘χεις χούι που είσαι πια πενήντα χρονών;»
Καραϊσκάκης: «Αμ δεν μπορώ να το κόψω κυρ Πάνο. Κι εσύ δα είσαι ογδόντα χρονώ, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμείς – και δεν μ’ ακούς».
Λέγεται, μάλιστα, πως η διαδικασία της δίκης διακόπηκε από τα δυνατά γέλια του κοινού, με τους κατοίκους του Μεσολογγίου να λένε μεταξύ τους πως «δε ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζαράς».
Η σημασία της αθυροστομίας
Αναμφίβολα ένα από τα χαρακτηριστικά που κάνουν τη φιγούρα του Καραϊσκάκη πιο συμπαθή, η βωμολοχία του είναι κάτι περισσότερο από μια παραξενιά του χαρακτήρα του.
Το δύσκολο ξεκίνημα στη ζωή του, όταν και βίωσε κοινωνικό αποκλεισμό εξαιτίας της νόθας καταγωγής του, τον έκανε να υιοθετήσει τις βρισιές ως έναν τρόπο αμφισβήτησης των κοινωνικών συμβάσεων. Δεν είναι τυχαίο πως το υποτιμητικό παρατσούκλι «ο γιος της καλόγριας» χρησιμοποιούνταν περισσότερο από τον ίδιο για να περιγράψει τον εαυτό του, παρά από τους επικριτές του.
Παράλληλα, οι βρισιές του Καραϊσκάκη εκφράζουν και μια πτυχή της Επανάστασης του ’21 στην οποία συχνά δεν δίνεται η έμφαση που της αναλογεί: Εκτός των άλλων, ήταν και μια λαϊκή επανάσταση. Μέσα από αυτού του είδους τον λόγο, επιβεβαιωνόταν τόσο η ταπεινή καταγωγή των ηρώων της επανάστασης, όσο και η ανατροπή των μέχρι τότε ιεραρχιών που ήθελαν τον Χριστιανό κατώτερο από τον Μουσουλμάνο και τον «γιο της καλόγριας» κατώτερο από τον κοτζαμπάση.
Άλλος ένας ρόλος των βρισιών ήταν και η εμψύχωση του στρατεύματος και η επίθεση στο ηθικό του εχθρού. Μάλιστα, ένα τέτοιο χωρατό είχε κοστίσει ακριβά στον Καραϊσκάκη. Κατά τη διάρκεια της μάχης στο Κομπότι της Άρτας τον Ιούλιο του 1821, ανέβηκε σε ένα βράχο και σήκωσε την φουστανέλα του δείχνοντας τα οπίσθιά του για να γελοιοποιήσει τους Τούρκους. Τότε μια σφαίρα τον τραυμάτισε στα γεννητικά του όργανα – ευτυχώς, όχι ανεπανόρθωτα.
Το τελευταίο… μπινελίκι
Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στις ύβρεις και τον πατριωτισμό του φαίνονται ξεκάθαρα από τις διηγήσεις που έχουμε για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη, τα τελευταία λόγια του καθώς άφηνε την τελευταία του πνοή ήταν η ευχή του οι Έλληνες «να είναι μονιασμένοι και να βαστήξουν την πατρίδα». Ωστόσο, όταν εγκατέλειπε τραυματισμένος το πεδίο της μάχης, η τελευταία του προτροπή προς τους Τούρκους φαίνεται πως ήταν: «Κλάστε μου τώρα τον πούτζον!»