Κορυφαία στιγμή της εθνικής αντίστασης στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ήταν η μάχη της γέφυρας των Παππάδων στον ποταμό Νέστο, στις 7 με 11 Μαϊου του 1944. Η μάχη αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δυστυχώς, όμως, υποτιμήθηκε η πραγματική της σημασία στις μετέπειτα εξελίξεις και παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους και ιδιαίτερα στους νεότερους συμπατριώτες μας.
Γράφει ο δημοσιογράφος-ερευνητής Ευθύμιος Χατζηϊωάννου
Τα αίτια της δημιουργίας ελληνικών ανταρτικών οργανώσεων στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη κατά την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής 1941-1944
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941 η Ανατολική Μακεδονία, πέραν του ποταμού Στρυμόνα και όλη η Δυτική Θράκη τέθηκαν υπό βουλγαρική κατοχή, καθώς οι Βούλγαροι ήσαν σύμμαχοι των Γερμανών και των Ιταλών και είχαν υποστηρίξει τους Γερμανούς κατά την εισβολή τους στην πατρίδα μας. Όπως ήταν φυσικό και εδώ η αντίσταση του ελληνικού λαού ήταν ιδιαιτέρως έντονη, αφού οι Βούλγαροι ήταν από παλαιά και ιδιαίτερα από την εποχή του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μισητοί εχθροί των Ελλήνων και πάντοτε προσπαθούσαν να εκβουλγαρίσουν βιαίως την περιοχή προκειμένου να την προσαρτήσουν και να αποκτήσουν διέξοδο στο Αιγαίο.
Από τους πρώτους μήνες της βουλγαρικής κατοχής αναπτύχθηκε ένα ιδιότυπο «αντάρτικο», στην Αν. Μακεδονία και Θράκη, ξεχωριστό σε χαρακτηριστικά από την υπόλοιπη Ελλάδα. Και αυτό γιατί η Βουλγαρική κατοχή είχε διαρκέστερα και σκληρότερα χαρακτηριστικά από την Ιταλική ή την Γερμανική κατοχή στις άλλες περιοχές της υπόδουλης Ελλάδας, που ειδικά προς το τέλος του Πολέμου έδειχναν ότι είχαν προσωρινό χαρακτήρα.
Ουσιαστικά το αντάρτικο αυτό ξεκίνησε με χαρακτηριστικά αυτοάμυνας, αναπτύχθηκε δε και στηρίχθηκε από τα ορεινά χωριά της περιοχής, που κατοικούνταν κυρίως από Πόντιους πρόσφυγες. Η αυτοάμυνα αυτή, που εξελίχθηκε σε μια μεγάλη εθνική αντιστασιακή Οργάνωση με εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς, στρεφόταν αρχικά εναντίον των Βουλγάρων, αργότερα, όμως, και εναντίον του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός), που δεν είχε καταφέρει να κερδίσει την συμπάθεια και την υποστήριξη των πληθυσμών αυτών. Στο σημείο αυτό διευκρινίζουμε, ότι ο ΕΛΑΣ στην περιοχή της Δράμας και στην ευρύτερη περιοχή είχε αρχικά στις τάξεις του μέλη όλου του πολιτικού φάσματος, όμως από το 1943 και μετά, όταν στον ΕΛΑΣ επικράτησαν οι κομμουνιστές και κυριάρχησαν οι σκοπιμότητες του ΚΚΕ, τα πράγματα άρχισαν να εκτραχύνονται, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί έντονη αντιπαλότητα μεταξύ των δύο αντιστασιακών οργανώσεων ΕΣΕΑ και ΕΛΑΣ, που οδήγησε σε μια κλιμακούμενη ένοπλη σύγκρουση, που διήρκεσε μέχρι και το τέλος του αδελφοκτόνου Εμφυλίου Πολέμου. Βασική αιτία θεωρείται η στάση του ΕΛΑΣ, που προσπαθούσε να εκβιάσει την συμμετοχή των αντιστασιακών Ελλήνων στις τάξεις και υπό την ηγεσία του και να εξοντώσει με κάθε μέσο όλους τους αντιστασιακούς και τις οργανώσεις τους, που δεν ήθελαν να ενταχθούν σε αυτόν. Κατά την διάρκεια της ένοπλης εμφύλιας σύγκρουσης, στην οποία κυριαρχούσε το μίσος και η εκδίκηση συνέβησαν και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές πολλά έκτροπα και εγκληματικές πράξεις, που έγραψαν μελανές σελίδες στην σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Η Ανατολική Μακεδονία μαζί με την Ήπειρο ήταν οι δύο περιοχές στην Ελλάδα, όπου στα χρόνια της κατοχής δεν κυριάρχησε το ΕΑΜ, λόγω της ισχυρής παρουσίας του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων (ΕΑΟ) στην Αν. Μακεδονία-Θράκη, αλλά και λόγω οργανωτικών προβλημάτων και τραγικών λαθών και παραλείψεων του ΕΑΜ.
Οι περιοχές αυτές ανέδειξαν μια σειρά από αυτοσχέδιους εθνικόφρονες οπλαρχηγούς, των οποίων οι ομάδες ανταρτών ήταν στο αρχικό τους στάδιο μικρές και πλημμελώς εξοπλισμένες. Δεν βρίσκονταν συνεχώς σε δράση και τα μέλη τους ήταν συνήθως συγγενείς των αρχηγών και σχετικά άπειρα στον ανταρτοπόλεμο, ασχολούμενα με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Η «’Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα» (ΕΣΕΑ) και ο «Αντών – Τσαούς»
Σταδιακά από την ένωση των ανταρτικών αυτών ομάδων, δημιουργήθηκε αργότερα η ΕΣΕΑ («Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα»), που στην πλειοψηφία απαρτίζονταν από Πόντιους πρόσφυγες, βενιζελικούς και συντηρητικούς στο φρόνημα, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν στις ΕΑΟ οι επονομαζόμενοι εθνικόφρονες ή εθνικιστές και η περιοχή να χωριστεί σε οκτώ τομείς, που ονομάστηκαν αρχηγεία. Κυριότεροι αρχηγοί των ΕΑΟ ήταν οι Μπεχλιβανίδης, Παπαδάκης, Αβραμίδης, Τοπούζογλου, Μικρόπουλος, Τσακιρίδης κ.α.
Γενικός αρχηγός των ΕΑΟ, από τις οποίες στην συνέχεια προήλθε η «Ένωση Συμπολεμιστών Εθνικού Αγώνα»( ΕΣΕΑ), εξελέγη ο 32χρονος τότε Αντώνιος Φωστερίδης ή Φωστηρίδης (Αντών Τσαούς) αρχηγός μεγάλης ανταρτικής ομάδας με έδρα το όρος Λεκάνη (Τσαλ-Νταγ) της ορεινής περιοχής της Καβάλας. Ο Φωστηρίδης, γεννημένος στον Πόντο, πρώην αγροφύλακας από το χωριό Κρηνίδες Καβάλας και γιός ονομαστού αντάρτη του Πόντου, απέκτησε το πολεμικό ψευδώνυμο «Αντών Τσαούς», λόγω του βαθμού του εφέδρου λοχία του Πυροβολικού, που είχε κατά την θητεία του στον ελληνικό στρατό (τσαούς στα τουρκικά σημαίνει λοχίας) και τον οποίο όλοι αναγνώρισαν, λόγω των ιδιαίτερων ικανοτήτων του, ως κοινό αρχηγό των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων στις 18 Ιανουαρίου 1944. Οι ΕΑΟ έλαβαν επίσημη αναγνώριση από το Συμμαχικό Αρχηγείο της Μέσης Ανατολής, απέκτησαν στις τάξεις τους ως συνδέσμους με αυτό Άγγλους και Αμερικανούς αξιωματικούς και δέχθηκαν σημαντική ενίσχυση σε οπλισμό και πολεμοφόδια από Συμμαχικές αεροπορικές ρίψεις, που γίνονταν κυρίως στην ανατολική πλευρά του ποταμού Νέστου.
Ο Αντών Τσαούς υπήρξε την εποχή εκείνη μια έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Από τους Βουλγάρους, τους κομμουνιστές και όλους τους αριστερούς ο Αντών Τσαούς μισήθηκε όσο κανένας άλλος, ενώ από τους εθνικόφρονες λατρεύτηκε ως ήρωας. Γεγονός πάντως είναι, ασχέτως προκαταλήψεων και πολιτικών πεποιθήσεων, ότι ο Αντώνιος Φωστηρίδης πολέμησε την περίοδο εκείνη σκληρά τους Βουλγάρους και τους αντιστάθηκε με όλα τα μέσα που διέθετε. Οι ελληνικές αντιστασιακές ομάδες των ΕΑΟ αριθμούσαν σε πρώτη φάση συνολικά γύρω στους 700 ένοπλους αντάρτες, χωρισμένους σε ολιγομελείς ομάδες και σύντομα με την αύξηση των μελών τους και την στελέχωσή τους με εμπειροπόλεμους αντιστασιακούς Έλληνες αξιωματικούς, εξελίχθηκε στον πιο υπολογίσιμο αντίπαλο των Βουλγάρων. Αρχικά με αψιμαχίες, παρενοχλήσεις και μικρές μάχες και αργότερα με οργανωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις, οι ΕΑΟ αποτέλεσαν ανυπέρβλητο αντίπαλο των βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων και των συνεργατών τους, έχοντας την αμέριστη υλική και ηθική συμπαράσταση του πληθυσμού των ορεινών χωριών (από τα οποία άλλωστε προέρχονταν τα στελέχη τους).
Οι ΕΑΟ ανέπτυξαν έντονη δράση, με συχνές επιδρομές εναντίον βουλγαρικών θέσεων. Διεξήγαν κανονικές μάχες, όπως η μάχη του Κοτζά-Ορμάν στις 16 με 20 Φεβρουαρίου 1944 και η μάχη του Καρά-Ντερέ στις 22 με 29 Αυγούστου 1944.
Μάλιστα ο σκληροτράχηλος και θαρραλέος Γενικός Αρχηγός τους Αντών Τσαούς δεν δίσταζε να εισβάλει ακόμη και μέσα στα βουλγαρικά εδάφη με σκοπό την συλλογή εφοδίων και για να προσβάλει εκεί βουλγαρικές στρατιωτικές και αστυνομικές φρουρές.
Η προετοιμασία, η διεξαγωγή και η έκβαση της μάχης στην γέφυρα των Παππάδων
Κορυφαία στιγμή της εθνικής αντίστασης στην βουλγαροκρατούμενη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ήταν η μάχη της γέφυρας των Παππάδων (που τότε ήταν ένας μικρός οικισμός κοντά στο χωριό Σιδηρόνερο της Δράμας) στον ποταμό Νέστο, στις 7 με 11 Μαϊου του 1944. Η μάχη αυτή είναι μια από τις σημαντικότερες της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δυστυχώς, όμως, υποτιμήθηκε η πραγματική της σημασία στις μετέπειτα εξελίξεις και παραμένει μέχρι σήμερα σχεδόν άγνωστη στους περισσότερους και ιδιαίτερα στους νεότερους συμπατριώτες μας.
Το ιστορικό της μάχης αυτής έχει περιληπτικά ως εξής: Στην τοποθεσία »Τρία Δένδρα» στο όρος Καρά-Ντερέ της Δράμας θα πραγματοποιούνταν αεροπορικές ρίψεις εφοδίων (οπλισμός, ρούχα κλπ.) από τους Συμμάχους, όπως συνέβαινε συχνά την περίοδο εκείνη. Οι βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής κινητοποιήθηκαν με σκοπό, αφ’ ενός μεν να εμποδίσουν τους Έλληνες αντάρτες να ενισχύονται, παραλαμβάνοντας εφόδια από τους Συμμάχους και αφ’ ετέρου να τους δώσουν ένα ισχυρό αιφνιδιαστικό χτύπημα για να τους διαλύσουν. Οι Έλληνες αντάρτες, όμως, πληροφορήθηκαν εγκαίρως τους σκοπούς και τις κινήσεις των Βουλγάρων και αποφάσισαν να στήσουν ενέδρα στις καλά εξοπλισμένες με οχήματα, πυροβόλα και άλλο βαρύ οπλισμό βουλγαρικές στρατιωτικές μονάδες (συνολικής δύναμης ενός ενισχυμένου συντάγματος), που έσπευδαν στην περιοχή.
Η τοποθεσία που επιλέχθηκε για την ενέδρα ήταν η γέφυρα του Νέστου, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Παππάδες (που βρισκόταν τότε σε απόσταση 35 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη της Δράμας). Στις 06/05/1944 οι επικεφαλείς των ΕΑΟ στο Καρά Ντερέ (Αναστάσιος Αβραμίδης) και στο Μποζ Νταγ (Παντελής Παπαδάκης) έδωσαν εντολή στους καπεταναίους τους (Λαφτσίδη και Σελαλματζίδη) να πάρουν θέσεις μάχης μαζί με τα παλληκάρια τους κοντά στην γέφυρα των Παππάδων, στην ανατολική όχθη του ποταμού Νέστου, που την εποχή της άνοιξης είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, λόγω των ορμητικών νερών του, των πλημμυρών και της πυκνής ομίχλης, που δημιουργεί . Ήταν περίπου 80 Έλληνες αντάρτες με αρκετά καλό εξοπλισμό, που περιελάμβανε πολυβόλα, αυτόματα όπλα , όλμους και αντιαρματικό, χωρισμένοι σε τρεις ομάδες. Το πρωί της 7ης Μαΐου η εμπροσθοφυλακή ενός βουλγαρικού τάγματος, την ώρα που επιχειρούσε να διαβεί την γέφυρα, συνολικού μήκους 140 περίπου μέτρων, δέχθηκε συντονισμένα θεριστικά πυρά από τα πολυβόλα των Ελλήνων ανταρτών. Σταδιακά οι ελληνικές δυνάμεις, που καθοδηγούσαν οι οπλαρχηγοί Γιάννης Αμανατίδης, Αναστάσιος Αβραμίδης, Κυριάκος Λαζαρίδης και Βασίλης Παπαδόπουλος, ενισχύθηκαν από το αρχηγείο του όρους Φαλακρό και έφθασαν περίπου τους 160 ενόπλους. Ολόκληρα το βουλγαρικό τάγμα καθηλώθηκε, καθώς τα εύστοχα πυρά των ανταρτών του προκαλούσαν μεγάλες απώλειες, ενώ πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες, στην προσπάθειά τους να γλυτώσουν, έπεφταν στα μανιασμένα νερά του Νέστου και πνίγονταν. Η μάχη μαίνονταν για πολλές ώρες και οι Βούλγαροι, χωρίς να μπορούν να διαβούν την γέφυρα, αποδεκατίζονταν, ζητώντας επειγόντως ενισχύσεις, που έφθασαν εκεί, διαθέτοντας ισχυρό οπλισμό και αεροπορική υποστήριξη.
Οι Βούλγαροι με την χρήση όλμων και πυροβολικού προσπαθούσαν να απωθήσουν τους Έλληνες μαχητές και να περάσουν την γέφυρα, χωρίς να το επιτυγχάνουν και η μάχη συνεχιζόταν και τις επόμενες τρείς ημέρες με αμείωτη ένταση. Τις ημέρες αυτές στους μαχόμενους Έλληνες αντάρτες προσήλθαν και άλλες ενισχύσεις σε άνδρες και πολεμοφόδια, με τους οποίους ο συνολικός αριθμός τους ξεπέρασε τους 400, ενώ οι κάτοικοι της περιοχής ενίσχυαν τους αντάρτες στην πρώτη γραμμή με τρόφιμα. Στις 9 Μαΐου επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία μια ύστατη προσπάθεια των Βουλγάρων να κερδίσουν την μάχη, καθώς γερμανικά και βουλγαρικά αεροπλάνα στούκας βομβάρδισαν τις θέσεις των Ελλήνων ανταρτών, ενώ από την ελληνική πλευρά Βρετανός λοχαγός, με ειδικότητα στα σαμποτάζ και τις ανατινάξεις, που ήταν σύνδεσμος με το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής και μάχονταν μαζί με τους άνδρες της ΕΣΕΑ, επιχείρησε χωρίς θετικό αποτέλεσμα να ανατινάξει την γέφυρα με εκρηκτικά . Οι Έλληνες αντάρτες συνέχιζαν οργανωμένα και μεθοδικά να αποκρούουν συνεχώς με επιτυχία τις βουλγαρικές επιθέσεις, προξενώντας μεγάλες απώλειες. Έμεναν σταθεροί στις θέσεις τους, εμποδίζοντας την διέλευση της γέφυρας από τον εχθρό και απεχώρησαν συντεταγμένοι την νύχτα της 9ης προς 10η Μαϊου, αφού είχαν μάθει, ότι έφθαναν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις από το εσωτερικό της Βουλγαρίας για να τους πλήξουν από τα νώτα.
Οι μεγάλες απώλειες των Βουλγάρων και τα σκληρά αντίποινα σε βάρος των Ελλήνων αμάχων
Έτσι έληξε η νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη της γέφυρας των Παπάδων, που στοίχισε την ζωή εκατοντάδων Βουλγάρων στρατιωτών και προξένησε τον φόβο και τον τρόμο των κατακτητών απέναντι στα ελληνικά ένοπλα ανταρτικά σώματα.
Οι διάφορες πηγές δίδουν διαφορετικούς αριθμούς για τις απώλειες των δύο πλευρών. Οι αντάρτες φέρονται να έχουν από πέντε μέχρι εννιά νεκρούς και αρκετούς τραυματίες, (περίπου 28), ενώ για τους Βουλγάρους η ελληνική πλευρά δίνει τον σίγουρα υπερβολικό αριθμό των 700 νεκρών, τραυματιών και αγνοουμένων. Οι Βρετανοί κάνουν λόγο για 150 Βουλγάρους νεκρούς και τραυματίες (μεταξύ των οποίων ένας συνταγματάρχης και πολλοί άλλοι αξιωματικοί). Ο δεύτερος αριθμός είναι μάλλον πιθανότερος, σίγουρα, όμως, πρόκειται για μια ιστορική νίκη των ανδρών των ΕΑΟ και την μεγαλύτερη επιτυχία του αντάρτικου στην περιοχή.
Μετά την αποτυχία τους σε αυτή την σύγκρουση και τις μεγάλες απώλειες που υπέστησαν, οι Βούλγαροι κατακτητές, όπως άλλωστε συνήθιζαν, ξέσπασαν σε άγρια αντίποινα εναντίον του εντόπιου άμαχου ελληνικού πληθυσμού. Δεκάδες χωριά της ορεινής Δράμας πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοι τους εκτοπίστηκαν στο βουλγαρικό έδαφος. Μαινόμενοι Βούλγαροι στρατιώτες και κομιτατζήδες έκαιγαν εκκλησίες και ελληνικές περιουσίες, βασάνιζαν και εκτελούσαν Έλληνες κατοίκους της περιοχής χωρίς οίκτο και διάκριση. Πυρπολήθηκαν η υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές από τους Βουλγάρους σχεδόν όλα τα χωριά ανατολικά του Νέστου (Μελισσομάνδρα, Βουνοχώρι, Αγριοκερασιά, Παππάδες, Σκαλωτή, Καλλίκαρπο, Σιδηρόνερο, Οροπέδιο κλπ.), αλλά τις μεγαλύτερες καταστροφές γνώρισε το χωριό Πολυγέφυρο, όπου πυρπολήθηκαν πολλά σπίτια και έγιναν μαζικές εκτελέσεις αμάχων, ακόμη και γυναικοπαίδων.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε, ότι στις 11 Μαϊου 1944 στο χωριό Σκαλωτή της Δράμας οι Βούλγαροι τουφέκισαν 10 άτομα, εκ των οποίων τα 5 ήταν ανήλικα παιδιά, ενώ στο Πολυγέφυρο οι Βούλγαροι εκτέλεσαν όσους κατοίκους βρήκαν στο χωριό, το οποίο και έκαψαν. Τα γυναικόπαιδα μάλιστα τα έριξαν στην φωτιά. Τα αντίποινα συνεχίσθηκαν και τις επόμενες ημέρες και επεκτάθηκαν μέχρι τον νομό Ξάνθης. Εκατοντάδες Έλληνες μεταφέρθηκαν στα πεδινά ή στην Βουλγαρία και τα σπίτια τους πυρπολήθηκαν. Οι βουλγαρικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών εξαπλώθηκαν στα όρη Τσαλ Νταγ και Φαλακρό. Το κυνηγητό ήταν συνεχές, ανηλεές και άγριο. Οι αντάρτες είχαν μικρές απώλειες, αλλά υποχωρούσαν συντεταγμένα, αποφεύγοντας την διάλυση και διατηρώντας τον οπλισμό τους. Τους ακολούθησαν πολλοί χωρικοί της περιοχής για να αποφύγουν τα αντίποινα. Τότε, σαν βοήθεια προς τους Έλληνες αντάρτες και σαν απάντηση στα σκληρά αντίποινα των Βουλγάρων, η Συμμαχική Αεροπορία ανέλαβε δράση και σμήνη βομβαρδιστικών αεροπλάνων πραγματοποίησαν επιδρομές στην Βουλγαρία, βομβαρδίζοντας την πρωτεύουσα Σόφια και άλλες βουλγαρικές περιοχές, προξενώντας πολλές καταστροφές.
Ο αντίκτυπος της ελληνικής νίκης και η σημασία της για την αποτροπή της μετέπειτα απόσχισης από την Ελλάδα και προσάρτησης της περιοχής στην Κομμουνιστική Βουλγαρία
Γενικότερα η μάχη αυτή είχε ηχηρό αντίκτυπο σε ολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ δημιούργησε αίσθηση και στην υπόλοιπη υπόδουλη Ελλάδα. Ακόμη υπήρξαν σχετικές αναφορές και στον Τύπο, τόσο σε συμμαχικές χώρες, όσο και εχθρικές. Ιδιαίτερα, όμως, εξόργισε και αναστάτωσε την βουλγαρική πλευρά. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα από την εφημερίδα «Ούτρο» της Σόφιας στις 13/05/1944, που έλεγε: «Η Μπελομόριε (που σημαίνει στα βουλγαρικά το Αιγαίο και εννοεί την βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία του Αιγαίου) θρηνεί τα ηρωικά παιδιά της, που έπεσαν για την πατρίδα στα βουνά της Δράμας. Εκδίκηση ζητούν οι οικογένειες των αδικοχαμένων παιδιών μας. Χτυπήστε αλύπητα τους φονιάδες του Τσαούς Αντών, όπως και κάθε συνεργάτη του».
Επειδή, μάλιστα, υπήρχε έντονη φήμη, ότι οι Βούλγαροι για να εκδικηθούν, σκόπευαν να προχωρήσουν σε εκτεταμένες σφαγές του ελληνικού πληθυσμού στην πόλη της Δράμας και σε άλλες κωμοπόλεις της περιοχής, όπως είχαν κάνει κατ’ επανάληψη και στο παρελθόν, ο ίδιος ο γενικός Αρχηγός των Εθνικών Ανταρτικών Ομάδων Αντώνιος Φωστηρίδης απέστειλε στις βουλγαρικές Αρχές προειδοποιητική επιστολή, στην οποία, αφού απαριθμούσε και στηλίτευε όλα τα εγκληματικά αντίποινα των Βουλγάρων, δήλωνε, ότι θα προβούν και οι Έλληνες αντάρτες σε σκληρά αντίποινα σε βάρος του βουλγαρικού στρατού και άμαχου πληθυσμού. Στην επιστολή αυτή αναφέρεται χαρακτηριστικά:
«Διά ταύτα, θα αλλάξωμεν την μέχρι σήμερον τακτικήν μας και θα εκτελέσωμεν εις το εξής τους συλλαμβανομένους αιχμαλώτους και τραυματίας, θα προβώμεν και ημείς εις αντίποινα εναντίον του αμάχου Βουλγαρικού πληθυσμού.
Ενώ γνωρίζετε τόσον καλά, ότι δυνάμεθα και ημείς να εξοντώσωμεν άμαχον Βουλγαρικόν πληθυσμόν και να πυρπολήσωμεν χωρία, αποφεύγομεν τους βομβαρδισμούς, σεβόμενοι τους Διεθνείς νόμους, πώς εσείς, Κράτος ολόκληρον, σκοτώνετε γυναικόπαιδα και πυρπολείτε χωρία; Ο θεοσεβής Χριστιανός δεν μπορεί να είναι βάρβαρος εις τόσον βαθμόν ώστε να σκοτώνη διά λόγχης και μαχαίρας αθώα παιδιά 15ετή, γέρους 80ετείς, και γυναικόπαιδα στα χωράφια και να ανοσιουργή εις τον οίκον του Θεού.
Τι εμπιστοσύνην μπορεί να έχη ένας τίμιος λαός εις τας αρχάς και τα όργανά σας, ύστερα από τόσας σκληράς δοκιμασίας, που ουδείς λαός εδοκίμασεν κατά τους μετά Χριστόν αιώνας; Τον βομβαρδισμόν σας θα καταγγείλωμεν ενώπιον ολοκλήρου του κόσμου διά των μέσων που διαθέτομεν και θα αρχίσωμεν τα ανάλογα αντίποινα, εφ’ όσον δεν είσθε Κράτος οργανωμένον επί των βάσεων της δικαιοσύνης αλλά συγκρότημα ενός απολιτίστου και βαρβάρου λαού».
Οι απειλές αυτές προβλημάτισαν και φόβισαν πολύ τις βουλγαρικές Αρχές κατοχής με αποτέλεσμα να ματαιώσουν τα εγκληματικά τους σχέδια για γενικευμένη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού στη μαρτυρική Δράμα και στα χωριά της.
Η μάχη στη Γέφυρα των Παπάδων, μαζί με τις άλλες επιχειρήσεις της ΕΣΕΑ εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών ανέδειξαν τις στρατιωτικές ικανότητες και την ισχύ της Οργάνωσης αυτής, καθιστώντας την υπολογίσιμη δύναμη σε φίλους και εχθρούς. Οι αντάρτες της ΕΣΕΑ στα δύσκολα εκείνα χρόνια ανέλαβαν να προστατεύσουν τα εδάφη και τον ελληνικό πληθυσμό της εθνικά ευαίσθητης αυτής περιοχής της πατρίδας μας μέχρι να εδραιωθεί η παρουσία των επίσημων ελληνικών κρατικών Αρχών. Το κυριότερο, όμως, είναι, ότι με την στάση και την αποφασιστικότητά τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποτροπή των σχεδίων καθόδου Σοβιετικών στρατευμάτων μέσω της Βουλγαρίας στα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, που αποσκοπούσαν στην απόσχιση των εδαφών αυτών από την Ελλάδα και την προσάρτησή τους στο νέο -Κομμουνιστικό πλέον και υπό Σοβιετική κηδεμονία- βουλγαρικό κράτος.
Μεταπολεμικά, ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στους Έλληνες αγωνιστές και τους πεσόντες της μάχης, ανεγέρθηκε μνημείο στην περιοχή των Παπάδων, ενώ τελούνταν κάθε χρόνο πολλές εκδηλώσεις στα πλαίσια επίσημου εορτασμού πανελλαδικού χαρακτήρα. Δυστυχώς, όμως, οι εκδηλώσεις αυτές, που γίνονταν για την επέτειο της ιστορικής αυτής μάχης, καταργήθηκαν το 1981 -ως δήθεν διχαστικές- και σήμερα γίνονται μόνο τοπικής σημασίας εκδηλώσεις μνήμης από τις τοπικές αρχές και τους συγγενείς των αγωνιστών και πεσόντων, αφού το ελληνικό κράτος ποτέ δεν τίμησε, όπως έπρεπε, την μνήμη εκείνων των ηρώων, που αγωνίστηκαν εναντίον του Βούλγαρου κατακτητή και θυσίασαν την ζωή τους στο πεδίο της τιμής!
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι η σημερινή εικόνα και μορφολογία της περιοχής αυτής έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τότε, εξαιτίας του τεχνητού φράγματος και της μεγάλης τεχνητής λίμνης, που κατασκευάστηκε αργότερα εκεί, στον πυθμένα της οποίας βρίσκονται καταποντισμένες πολλές από τις τοποθεσίες, στις οποίες διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα αυτά.
Τέλος, για την Ιστορία αναφέρουμε, ότι ο Γενικός Αρχηγός των ΕΑΟ και της ΕΣΕΑ Αντώνιος Φωστηρίδης τιμήθηκε μεταπολεμικά για την αντιστασιακή του δράση, τόσο από την Ελληνική και την Αγγλική κυβέρνηση, όσο και από τους Βασιλείς της Ελλάδος και της Μεγάλης Βρετανίας, με ανώτατα μετάλλια και παράσημα, ενώ του απονεμήθηκε τιμητικά ο βαθμός του μόνιμου Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού του ελληνικού στρατού.