Γράφει ο Τάσος Γριτσόπουλος
Μάχη Βαλτετσίου. Αρχηγός των Καρυτινών, αλλά και όλων των μαχομένων πρό της Τριπολιτσάς όπλων, ο Κολοκοτρώνης δεν απεγοητεύθη με την διάλυσιν του Στρατοπέδου του Βαλτετσίου και κατ’ αναλογίαν και των άλλων τριών. Ανέπτυξε μεγαλυτέραν δραστηριότητα. Έγινε σχεδόν αμέσως ανασυγκρότησις των Στρατοπέδων Φαλάνθου, μ’ εμπίστους Γοτυνίους. Από Λεοντάρι οι στρατευμένοι των άλλων επαρχιών απεδέχθησαν πρόσκλησι Κολοκοτρώνη, επανήλθαν στο Βαλτέτσι και μεταξύ 5ης – 6ης Μαΐου είχαν συγκεντρωθή 1.000 μάχιμοι. Εφοβούντο να οχυρωθούν με τον κίνδυνον εμφανίσεως νέας του εχθρού. Κατ’ εντολήν του αρχηγού οργανώθησαν ταμπούρια σ’ όλόκληρο το χωριό. Παρόντες Μανιάτες Μαυρομιχαλαίων, Μεσσήνιοι, Λεονταρίτες με τους εντοπίους των αρχηγούς. Με τα Κααρυτινά ορδιά, το Βαλτέτσι και τα Βέρβενα τα επί Αρκαδικού εδάφους ήταν καλά οργανωμένη η Ελληνική Επανάστασις. Επανήλθε ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών της εκρήξεως της Επαναστάσεως. Είναι άκρως χαρακτηριστικά τα λόγια του Θ. Κολοκοτρώνη: «Οι Έλληνες μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψηναν το ψωμί και το έφερναν με τα ζώα των εις το Στρατόπεδο. Είχαμε φούρνο εθνικόν εις την Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημητσάνα, Στεμνίτσα. Πρόβατα μας έφερναν πότε από τα 30, πότε από τα 40, από τα 50 ένα και τα έδιδαν με ευχαρίστησι τους, μπαρούτι μας έδινε η Δημητσάνα, του μπαρουτιου την υπόθεσι την είχαν πάρει επάνω τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, οι Σπετσιώτες και οι Υδραίοι μας έστελναν και πολεμοφόδια και πετζιά για τζαρούχια».
Γεγονότα σοβαρά διεδραματίσθησαν κατά Μάΐον μήνα στο Αρκαδικό πολεμικό πεδίο. Ο Χουρσίτ πασάς Πελοποννήσου, απασχολημένος εναντίον του Αλή πασά στα Γιάννενα, ανέθεσε την καταστολή της Ελληνικής εξεγέρσεως στον Κιοσέ Μεχμέτ θέτοντας στις διαταγές του τον Ωμέρ Βρυώνη με πεζικό στράτευμα 8.000 και Ιππικό 1.000. Πρίν γίνη η αποβίβασις των δυνάμεων αυτών, ο Χουρσίτ έσπευσε ν’ αποστείλη τον Κεχαγιά του Μουσταφά Βέη, επί κεφαλής 3.500 – 4.000 Αλβανών. Οι επαναστατημένοι Έλληνες τον ονομάζουν Κεχαγιάμπεη και μαζί του θ’ ανοίξουν πολεμικόν διάλογο μέχρι πτώσεως της Τριπολιτσάς. Στο πέρασμά του από Ρίον – Κόρινθο – Τρίπολι ο Κεχαγιάμπεης απέλυε καταστροφή και περίτρομοι οι κάτοικοι διεσκορπίζοντο. Η Επανάστασις εκινδύνευε, θα την σώση ο Θεός και τα σφάλματα του εχθρού. Ισχύει όμως η παρατήρησις του Φιλήμονος, ότι η θριαμβευτική είσοδος του Κεχαγιάμπεη στην Τριπολιτσά στους Τούρκους έφερε πηγή ελπίδων, ενώ στους Έλληνες απελπισία. Ήταν 2α Μαΐου
Το Στρατόπεδο Βαλτετσίου υπήρξε ο πρώτος στόχος του Κεχαγιάμπεη. Εσχεδιάσθη ευρυτέρα πολεμική ένέργεια για καταστολή της εξεγέρσεως. Λιτή και συνοπτική αλλά ακριβολογημένη είναι η περιγραφή του Κολοκοτρώνη: «… ο Κεχαγιάς καλά τερτιπλής και πολεμικός στέλνει τον Ρουμπή από τα Μπαρδούνια επί κεφαλής 5.000 να πάγη στο Βαλτέτσι και στέλνει και 1.500 χωριστά δια νυκτός να πιάσουν τα όπισθεν του Βαλτετσίου, που αν τσακισθούν οι Έλληνες, καθώς την πρώτην φοράν, να τους κτυπήσουν και αυτός του παίρνει 2.000 καβαλαραίους εις τα όπισθεν του Βαλτετσίου και 1.000 βάνει εις το Καλογεροβούνι, δια ν’ αντισταθούν εις το στράτευμα των Βερβένων, αν κινήση μεντάτι».
Κατά Κολοκοτρώνην, οι Τούρκικες δυνάμεις κατά Βαλτετσίου ανήρχοντο εις 7.500 – 8.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Το οχυρό του Βαλτετσίου είχε πλήρη οργάνωσι, με κτιστά ταμπούρια. Οι 5 κλειστοί προμαχώνες περιέλαβαν 750 πολεμιστάς. Σπίτια, εκκλησία, γύρω λίθοι, το χωματοβούνι κατέστησαν οχυρά με 850 αμυνομένους. Οι Τούρκοι επίστευαν ότι οι ολιγάριθμοι έναντι απειράριθμων θα υποχωρήσουν. Αντιστοίχως οι Έλληνες επίστευαν ότι οι Τούρκοι θ’ απελπισθούν και θα φύγουν.
Τίποτε δεν συνέβη απ’ αυτά. Η μάχη άρχισε πρωί – νύκτα στις 12 Μαΐου, υπήρξε κρατερά και διεξήγετο όλην την ημέραν με πείσμα. Και δεν εσταμάτησε την νύκτα, απεναντίας συνεχίσθη και την επομένη. Ευτύχημα υπήρξε ότι έφθασαν εγκαίρως ενισχύσεις Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα, άνοιξαν δεύτερο μέτωπο και επήραν τις πλάτες του εχθρού. Το μεσονύκτιον ο Κολοκοτρώνης εμπήκε στο χωριό, έφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενίσχυσε το ηθικόν των αμυνομένων. Υπέρ του πολέμου ειργάζοντο τ’ άστρα και η σελήνη 22 ημερών. Αλλ’ εκινήθησαν υπέρ των Ελλήνων πρίν ξημερώση και ενισχύσεις από το Στρατόπεδο Βερβένων με 700 άνδρες Μαυρομιχαλαίων και Γιατράκου.
Εκράτησε η μάχη επί 4 ώρες της 13ης Μαΐου, όταν έρχισε η κάμψις των Τούρκων, η οποία δεν άργησε να μεταβληθή σε άτακτη φυγή. Αναγκάσθηκαν οι Τούρκοι διωκόμενοι μέχρι το απόγευμα στην πεδιάδα να πετούν στον δρόμο πολύτιμα αντικείμενα, όπλα με χρυσές και ασημένιες λαβές, ώστε ν’ αναχαιτίζουν την καταξίωξι, στην οποίαν όμως είχον λάβει μέρος πολλοί από διάφορες κατευθύνσεις.
Η Τούρκικη δύναμις στην Τριπολιτσά περιελάμβανε και σκληρούς πολεμιστάς, όπως οι Μπουρδουνιώτες και Μυστριώτες Τούρκοι και οι Αλβανοί. Με την αποτυχία στο Βαλτέτσι εξεδηλώθη νέα επιχείρησις εναντίον του Στρατοπέδου των Βερβένων, με δύναμι πεζών και ιππέων 6.000 στις 18 Μαΐου. Οι τρείς κολώνες προσέβαλαν από διάφορα σημεία Δολιανά και Βέρβενα, με συγκεκριμένο σχέδιο. Διεξήχθη μάχη μέχρι τις απογευματινές ώρες στα Δολιανά, όπου με τον φόνο του αρχιπυροβολητού αχρηστεύθησαν τα εχθρικά κανόνια. Εξ’ άλλου στην μεταφορά του πολέμου και στα Βέρβενα, τους αγωνιζόμενους στους πυργοειδείς προμαχώνες εβοήθησαν δύο γενναίοι, που εξόντωσαν δύο διαδοχικώς σημαιοφόρους του εχθρού και τούτο εδημιούργησε πανικόν στον εχθρό και άρχισε να υποχωρή. Έτσι προσετέθη νέα και διπλή νίκη των Ελληνικών όπλων. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στον Κεχαγιάμπεη Επιστολή 18 Μαΐου να παραδώση τα όπλα, γιατί οι Έλληνες δεν θα υποχωρήσουν.
Σημείωση: Το ανωτέρω ιστορικό κείμενο αποτελεί μέρος της Εισήγησης του Ιστορικού κ. Τάσου Γριτσόπουλου με τίτλο “Η Αρκαδία στην Επανάσταση του 1821”. Ολόκληρη η Εισήγηση δημοσιεύεται στη διεύθυνση http://conference.arcadians.gr , στις σελίδες του Α’ Παγκόσμιου Παναρκαδικού Διαδικτυακού Συνεδρίου.