Της Αργυρώς Παπαδοπούλου
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα ήταν κόρη του Σταυριανού Πινότση και της Σκεύως (Παρασκευής) Κοκκίνη. Ο πατέρας της, Υδραίος πλοίαρχος, πήρε μέρος στα Ορλωφικά, την επανάσταση της Πελοποννήσου στα 1769-1770. Μετά το άδοξο τέλος της παρέμεινε για κάποιο διάστημα κρυμμένος αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, συνέχισε τα εμπορικά του ταξίδια. Το 1771 βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν. Η γυναίκα του αποφάσισε να πουλήσει μέρος της περιουσίας της και να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να τον ελευθερώσει. Δεν το κατάφερε, ωστόσο εξασφάλισε την άδεια να τον βλέπει και να μένει κοντά του. Εκεί, στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, γεννήθηκε στις 11 Μαΐου του 1771 η κόρη τους, την οποία βάφτισε ο Μανιάτης καπετάνιος Παναγιώτης Τρυπάκης ή Μούρτζινος, συγκρατούμενος του Πινότση. Ο Μούρτζινος έδωσε στη μικρή το όνομα της μητέρας του: Λασκαρίνα. Ο Πινότσης, ήδη άρρωστος και εξουθενωμένος από τις κακουχίες της φυλακής, σύντομα πέθανε.
Μετά τον θάνατο του Πινότση, η Σκεύω επέστρεψε στην Ύδρα, όπου την περίμεναν προβλήματα. Οι αδελφές του άνδρα της είχαν εγκατασταθεί στο σπίτι της, ενώ οι αδελφοί του απαιτούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά, υποστηρίζοντας ότι τους τα χρωστούσε ο Σταυριανός. Εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολο για μια χήρα να δικαιωθεί, και η Σκεύω δεν βρήκε υποστήριξη ούτε καν από τη δική της οικογένεια. Έτσι, αποφάσισε να καταφύγει στις Σπέτσες, αφού ορκίστηκε να μην επιστρέψει ποτέ στην Ύδρα. Στις Σπέτσες εγκαταστάθηκε σε ένα χαμόσπιτο δίπλα στον ναό της Αγίας Τριάδας και κεντούσε για να εξασφαλίσει τα αναγκαία. Μετά από λίγο καιρό παντρεύτηκε τον Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ, πλοίαρχο και πρόκριτο των Σπετσών, με τον οποίο απέκτησε άλλα οκτώ παιδιά· έξι γιους και δύο κόρες – και οι έξι γιοι τους διακρίθηκαν στον αγώνα για απελευθέρωση. Η Λασκαρίνα συμβίωνε αρμονικά με τα ετεροθαλή αδέλφια της και λόγω του δυναμικού χαρακτήρα της, από μικρή είχε αναδειχθεί αρχηγός τους. Μεγάλο πάθος της ήταν η θάλασσα και περνούσε πολλές ώρες ψαρεύοντας ή κωπηλατώντας.
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε η Μπουμπουλίνα έπαιξε αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά ήταν τα νησιά με τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη. Ήδη από τον 18ο αιώνα, όλο το εμπόριο και οι συγκοινωνίες της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου διεξάγονταν με δικά τους πλοία. Οι απαιτήσεις της ναυτιλίας είχαν γυμνάσει τους νησιώτες στις συγκρούσεις. Πολύ συχνά έρχονταν σε σύγκρουση όχι μόνο με Αλγερινούς και άλλους πειρατές, αλλά ακόμη και με Οθωμανούς τελώνες ή διοικητές σε λιμάνια, παρόλο που και οι ίδιοι ήταν υπήκοοι του σουλτάνου. Αναμφίβολα, οι νησιώτες ζούσαν πιο άνετα από τους στεριανούς. Και παρόλο που λίγοι ήξεραν γράμματα, σε όλα τα πλοία κυκλοφορούσε μία φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου από κάποιο ελληνικό τυπογραφείο της Βενετίας, ενώ ο θρύλος της Γοργόνας ζωντάνευε την ελληνική εποποιία. Η Ἱστορία της Ἑλλάδος του Θεόδωρου Καΐρη είχε επίσης μεγάλη επίδραση εκείνη την εποχή. Επρόκειτο για βιογραφίες σπουδαίων ανδρών της Σπάρτης και της Αθήνας με εικόνες σε ξυλογραφίες. Τα ονόματα του Περικλή, του Λυκούργου και άλλων δόθηκαν σε πολλά ελληνικά πλοία, ενώ οι μορφές τους έγιναν ξύλινες προτομές στις πλώρες.
Το 1788 η Λασκαρίνα παντρεύτηκε τον Δημήτριο Γιάννουζα, Σπετσιώτη πλοίαρχο που ήταν γνωστός για τις επιτυχίες του εναντίον των Αλγερινών πειρατών. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και τη Μαρία. Το 1797 ο Γιάννουζας πνίγηκε σε συμπλοκή με Αλγερινούς πειρατές νότια της Ισπανίας και η Λασκαρίνα έμεινε χήρα. Το περιβάλλον της την πίεζε να ξαναπαντρευτεί, γιατί τα παιδιά της χρειάζονταν πατέρα. Μετά από τέσσερα χρόνια η Λασκαρίνα παντρεύτηκε τον πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη, ο οποίος ήταν επίσης χήρος με τρία παιδιά. Μαζί του απέκτησε άλλα τρία παιδιά, τη Σκεύω, την Ελένη και τον Νικόλα. Μετά τον δεύτερο γάμο της, καθιερώθηκε με το όνομα «Μπουμπουλίνα». Αλλά και ο δεύτερος άνδρας της είχε την τύχη του πρώτου. Το 1811, καθώς παρέπλεε τη Λαμπεντούζα της Ιταλίας, δέχθηκε επιδρομή από δύο πειρατικά πλοία. Μετά από επτάωρη μάχη οι Σπετσιώτες κατόρθωσαν να αποκρούσουν τους πειρατές, όμως την τελευταία στιγμή μια σφαίρα βρήκε τον Μπούμπουλη στο κεφάλι.
Ο Μπούμπουλης στη διαθήκη του άφηνε τεράστια περιουσία στη γυναίκα του: το σπίτι του στο κέντρο των Σπετσών και 300.000 τάλιρα. Μέσα στο πλοίο, στο οποίο σκοτώθηκε, υπήρχε επίσης μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο οι ναύτες παρέδωσαν στην Μπουμπουλίνα· η ίδια όμως τους το μοίρασε. Σε ηλικία σαράντα ετών η Μπουμπουλίνα έμεινε για δεύτερη φορά χήρα, με εννέα παιδιά. Από εδώ και πέρα θα γινόταν η ίδια καπετάνισσα. Ανέβηκε στο καράβι, με υπαρχηγό τον πρωτότοκο γιο της Γιάννο Γιάννουζα. Έγινε μέτοχος σε σπετσιώτικα πλοία, ενώ αργότερα ναυπήγησε και τρία δικά της. Πανέξυπνη και δυναμική, με επιχειρηματικό μυαλό και σωστή διαχείριση, η Μπουμπουλίνα κατάφερε όχι απλώς να διατηρήσει, αλλά και να αυξήσει την περιουσία που κληρονόμησε από τον άνδρα της.
Ωστόσο, η μεγάλη περιουσία που απέκτησε, έγινε αφορμή να ανακινηθούν παλαιότερες υποθέσεις. Οι Τούρκοι θέλησαν να δημεύσουν την περιουσία της, γιατί ο Μπούμπουλης είχε κατηγορηθεί ότι πολέμησε στην Ίμβρο και την Τένεδο στο πλευρό των Ρώσων. Η Μπουμπουλίνα δεν έμεινε απαθής. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε τον Ρώσο πρεσβευτή Στρογγάνωφ και ζήτησε την προστασία του. Είχε μαζί της το έγγραφο με το οποίο ο Ρώσος ναύαρχος αναγνώριζε τις υπηρεσίες του άνδρα της. Ο Στρογγάνωφ έκανε διάβημα προς την Πύλη, ισχυριζόμενος ότι ο Μπούμπουλης ήταν Ρώσος αξιωματικός· ωστόσο, η Πύλη απάντησε ότι η Μπουμπουλίνα είναι υπήκοός της και δεν μπορεί να τύχει ξένης προστασίας. Η Μπουμπουλίνα δεν παραιτήθηκε. Ήρθε σε επαφή με τη μητέρα του Σουλτάνου Βαλιδέ Σουλτάνα και κατάφερε να κερδίσει την εύνοιά της και εν τέλει να αποτρέψει τη δήμευση της περιουσίας της.
Οι βιογράφοι της Μπουμπουλίνας ισχυρίζονται ότι στην Κωνσταντινούπολη γνώρισε τους Φιλικούς. Φαίνεται ότι ήταν η μοναδική γυναίκα που μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ωστόσο, κάποιοι ιστορικοί αμφισβητούν το γεγονός, καθώς η μύηση γυναικών στην Εταιρεία απαγορευόταν. Πάντως, μόλις η Μπουμπουλίνα επέστρεψε στις Σπέτσες, ξεκίνησε τη ναυπήγηση του πρώτου ελληνικού πολεμικού πλοίου. Το μέγεθός του ήταν μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο και για αυτό καταγγέλθηκε στους Τούρκους, αλλά ο Τούρκος ναύαρχος Χουσεΐν, που κατέπλευσε στις Σπέτσες για να εξακριβώσει τις καταγγελίες, δωροδοκήθηκε και έγραψε στην έκθεσή του ότι ήταν σαν αυτά που διέθεταν οι Σπετσιώτες για τα μεγάλα ταξίδια. Στην πραγματικότητα ο Αγαμέμνων, όπως το ονόμασε η Μπουμπουλίνα, ήταν πλοίο κατασκευασμένο για πόλεμο, με μέγεθος 48 πήχεις, εξοπλισμένο με 18 κανόνια.
Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφτηκε ξανά την Κωνσταντινούπολη. Συνάντησε τον Γρηγόριο Ε΄ και συζήτησαν για τον ξεσηκωμό. Επέστρεψε στις Σπέτσες και περίμενε την κήρυξη της επανάστασης. Στις 15 Μαρτίου του 1821, πριν κηρυχθεί ακόμη επίσημα η επανάσταση, η Μπουμπουλίνα ύψωσε στον μεσαίο ιστό του Αγαμέμνονα τη δική της επαναστατική σημαία, το λάβαρο με τον Φοίνικα που συμβόλιζε την αναγέννηση του Γένους, παροτρύνοντας και τους υπόλοιπους Σπετσιώτες να ακολουθήσουν το παράδειγμά της.
Στις 24 Μαρτίου έφτασε επιστολή με την οποία οι προύχοντες της Πελοποννήσου ενημέρωναν τους Υδραιοσπετσιώτες ότι πλησιάζουν στην Τριπολιτσά και ζητούσαν την υποστήριξη των επιχειρήσεων από τη θάλασσα. Πράγματι, χωρίς πλοία καμία ελληνική πολεμική κίνηση δεν θα είχε πιθανότητες επιτυχίας: τα περισσότερα φρούρια ήταν παραθαλάσσια (Ναύπλιο, Μονεμβασιά, Πύλος, Κορώνη, Μεθώνη, Πάτρα), η επικοινωνία της Στερεάς Ελλάδας με την Πελοπόννησο προϋπέθετε την κυριαρχία στον Κορινθιακό και τον Σαρωνικό, ενώ η Αθήνα, η Εύβοια και η Θεσσαλία ήταν αδύνατον να κινηθούν χωρίς πλοία. Έπρεπε λοιπόν, η Ύδρα, οι Σπέτσες και τα Ψαρά να υποστηρίξουν την επανάσταση από θαλάσσης, με τα εμπορικά πλοία να μετατρέπονται σε πολεμικά –όπως και έγινε. Οι Πελοποννήσιοι περίμεναν την ανταπόκρισή τους.
Αρχικά, οι Σπετσιώτες προτίμησαν να περιμένουν τους Υδραίους για να κηρύξουν ταυτόχρονα την επανάσταση. Παρόλα αυτά, στις 30 Μαρτίου έστειλαν στον Πετρόμπεη στην Καλαμάτα όσα πολεμοφόδια μπορούσαν. Οι εκκλήσεις που έφταναν συνεχώς από τους Πελοποννήσιους δεν τους άφηναν περιθώρια να περιμένουν την Ύδρα κι έτσι οι Σπέτσες έγιναν το πρώτο νησί που κήρυξε την επανάσταση. Τη νύχτα της 2ας Απριλίου οι νεότεροι και πιο αποφασιστικοί πρόκριτοι κατέλαβαν την Καγκελαρία στο όνομα της επανάστασης. Κατέβασαν την ημισέληνο και ύψωσαν τον σταυρό ενώ το πλήθος ζητωκραύγαζε. Το πρωί της 3ης Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων, τελέστηκε πανηγυρική δοξολογία στον Άγιο Νικόλαο, οι πρόκριτοι και οι πλοίαρχοι ορκίστηκαν στο Ευαγγέλιο να πεθάνουν μαχόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος, ενώ κατά την ανάγνωση του Ευαγγελίου ο λαός έψαλλε το Ωσαννά και στο λιμάνι ηχούσαν τα κανόνια των πλοίων.
Τότε υψώθηκε σε όλα τα κατάρτια η Σημαία της Επανάστασης, κυανή με κόκκινη ταινία ολόγυρα. Ο σταυρός δέσποζε στη μέση, με την αναποδογυρισμένη ημισέληνο από κάτω να συμβολίζει την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα δεξιά του σταυρού ήταν η λόγχη και στα αριστερά η άγκυρα. Στην άγκυρα ήταν τυλιγμένο ένα φίδι, με έναν γύπα να του δαγκώνει τη γλώσσα. Επάνω αναγραφόταν: Ἐλευθερία ἢ θάνατος. Οι Σπετσιώτες αποφάσισαν να στείλουν δύο μοίρες στην Πελοπόννησο, αλλά και κάποια πλοία στον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, για να ξεσηκώσουν και τους υπόλοιπους Έλληνες. Πρώτη από όλους αναχώρησε η Μπουμπουλίνα με τον Αγαμέμνονα με κυβερνήτη τον γιο της Γιάννο Γιάννουζα. Κατευθυνόταν προς τον Αργολικό κόλπο για να ενισχύσει την πολιορκία του Ναυπλίου. Την ακολούθησε με το πλοίο του κι ο ετεροθαλής αδελφός της Μανώλης Λαζάρου Ορλώφ.
Τα δύο σπετσιώτικα πλοία έφτασαν στον μυχό του Αργολικού στις 4 Απριλίου. Η Μπουμπουλίνα ήρθε αμέσως σε επαφή με τους οπλαρχηγούς. Η έλευσή της προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά ήταν απαραίτητο να καταφθάσουν κι άλλες ενισχύσεις. Έγραψε λοιπόν στις Σπέτσες και σε λίγες μέρες έφτασαν άλλα επτά πλοία. Ωστόσο, στις 10 Απριλίου, ανήμερα Πάσχα, οι Τούρκοι πραγματοποίησαν επιθετική έξοδο και κατάφεραν να λύσουν την πολιορκία. Η Μπουμπουλίνα, ο Γιάννουζας και ο Γκίκας Μπότασης έσπευσαν αμέσως στο Άργος με χρήματα και πολεμοφόδια, εμψυχώνοντας τους επαναστάτες. Η εικόνα της Μπουμπουλίνας έκανε μεγάλη εντύπωση σε αρχηγούς και στρατιώτες. Έφιππη, με αδρά χαρακτηριστικά προσώπου, με αυστηρή και αρρενωπή έκφραση, με πιστόλια κάτω από το στήθος της και σπαθί στον ζωστήρα της και με πολεμική γλώσσα προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό σε όλους. Μπουμπουλίνα και Μπότασης πρότειναν την εκ νέου και συστηματικότερη πολιορκία του Ναυπλίου και χάρη στην έγκαιρη επέμβασή τους η πολιορκία επαναλήφθηκε.
Σε μια έφοδο του Κεχαγιάμπεη κοντά στο Άργος στα τέλη Απριλίου έπεσε ηρωικά ο γιος της Μπουμπουλίνας, ο Γιάννουζας –απώλεια που την συνέτριψε, αλλά δεν την κράτησε μακριά από τον αγώνα. Η ήττα στη συγκεκριμένη μάχη έδειξε ότι οι Σπετσιώτες είχαν άμετρο θάρρος και γενναία ψυχή, αλλά ήταν άπειροι στον πόλεμο της ξηράς. Έτσι, τον Μάιο του 1821 η Μπουμπουλίνα, ο Τσόκρης και ο Σταϊκόπουλος ζήτησαν από τον Κολοκοτρώνη να στείλει αρχηγό ικανό να διευθύνει την ανασυνταχθείσα πολιορκία. Ο Κολοκοτρώνης ανταποκρίθηκε στέλνοντας τον Νικηταρά. Τον ίδιο μήνα οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου ζήτησαν τη βοήθεια της Μπουμπουλίνας στην πολιορκία της Μονεμβασιάς. Εκείνη όρισε τον αδελφό της κυβερνήτη των πλοίων της και η ίδια αναχώρησε με τον Αγαμέμνονα για τη Μονεμβασιά. Μαζί με άλλα ελληνικά πλοία, ενίσχυσαν την πολιορκία και στις 23 Ιουλίου το φρούριο της Μονεμβασιάς παραδόθηκε με συνθήκη.
Τον Αύγουστο του 1821 η Μπουμπουλίνα πληροφορήθηκε ότι Ευρωπαίοι φιλέλληνες βρίσκονται στο κοντινό Άστρος και αμέσως έσπευσε με το πλοίο της για να τους χαιρετήσει. Η Μπουμπουλίνα είχε γίνει ήδη γνωστή στην Ευρώπη κι οι ξένοι χάρηκαν πάρα πολύ που τη γνώρισαν. Ταυτόχρονα όμως, δοκίμασαν μεγάλη έκπληξη μόλις την αντίκρυσαν, καθώς στη φαντασία των Ευρωπαίων η Μπουμπουλίνα έμοιαζε με …την Ιωάννα της Λωρραίνης –οι λιθογραφικές απεικονίσεις της που κυκλοφορούσαν στο Παρίσι δεν ήταν καθόλου ρεαλιστικές, εμφανίζοντάς την σαν μια όμορφη αμαζόνα. Κάποιος από αυτούς μάλιστα, είχε μαζί του ένα αντίτυπο της εικόνας της και της το έδειξε, για να προκαλέσει έτσι τα ηχηρά της γέλια.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1821 η Μπουμπουλίνα μετέβη στην Τριπολιτσά, της οποίας επίκειται η πτώση. Παρευρίσκετο στη σκηνή του Κολοκοτρώνη κατά την τελευταία του συνάντηση και διαπραγμάτευση με τον Ελμάζ-μπεη. Η Μπουμπουλίνα γνώριζε από παλιά γυναίκες επιφανών Τούρκων, καθώς και την πρώτη χανούμισσα του Χουρσίτ πασά, που βρίσκονταν πολιορκημένες στην Τριπολιτσά. Πιθανότατα, η ίδια η χανούμισσα την κάλεσε, ελπίζοντας ότι θα τις προστατεύσει. Πράγματι, κατά την πτώση της πόλης (23 Σεπτεμβρίου), η Μπουμπουλίνα με κίνδυνο της ζωής της απομόνωσε τα γυναικόπαιδα και τα έσωσε από τη σφαγή. Αργότερα, τα χαρέμια του Χουρσίτ πασά ανταλλάχτηκαν με Έλληνες αιχμάλωτους των Τούρκων (ανάμεσα σε αυτούς ήταν και η οικογένεια του Μάρκου Μπότσαρη).
Στο μεταξύ, η συνεχιζόμενη πολιορκία του Ναυπλίου απεδείχθη πολυδάπανη. Έτσι, οι Έλληνες αποφάσισαν ταυτόχρονη έφοδο από ξηρά και θάλασσα. Στις 4 Δεκεμβρίου του 1821 εφόρμησαν οι δυνάμεις της ξηράς, τα πλοία προσπάθησαν να πλησιάσουν, αλλά η άπνοια τα εμπόδισε. Οι Τούρκοι επωφελήθηκαν και όρμησαν στη μάχη, η οποία κράτησε πέντε ώρες. Η πολιορκία συνεχίστηκε. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να κάνουν συνθήκη στις 18 Ιουνίου του 1822 και έδωσαν ομήρους στα ελληνικά πλοία. Η ελληνική Διοίκηση μετέβη στο Άργος και άρχισε προπαρασκευές για εγκαθίδρυση της έδρας της στο Ναύπλιο. Αλλά η ήττα των Ελλήνων στη μάχη του Πέτα καθυστέρησε τη συνθήκη. Οι Τούρκοι χτύπησαν την Κόρινθο και το Άργος, η Διοίκηση αναγκάστηκε να καταφύγει στα ελληνικά πλοία που πολιορκούσαν το Ναύπλιο, ενώ ο Δράμαλης κατόρθωσε να ανεφοδιάσει τους πολιορκούμενους.
Έπειτα διορίστηκε στόλαρχος των Τούρκων ο Ιμπραήμ πασάς. Αφού εξέπλευσε από τον Ελλήσποντο, τροφοδότησε τους Τούρκους της Πάτρας, οι οποίοι πολιορκούνταν στενά από τους Έλληνες. Σκόπευε να τροφοδοτήσει και το Ναύπλιο, αλλά οι Σπετσιώτες και οι Υδραίοι είχαν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα. Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1822 ο Ιμπραήμ κατευθύνθηκε προς τις Σπέτσες και φαινόταν ότι τίποτε δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Παρόλα αυτά, μετά από εξάωρη σκληρή μάχη, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει. Στις 11 Σεπτεμβρίου προσπάθησε να κινηθεί προς το Ναύπλιο. Ενώ έφτασε πολύ κοντά, οι Έλληνες δεν του επέτρεψαν να το ανεφοδιάσει. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Ιμπραήμ απελπισμένος αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο ελληνικός στόλος τον ακολούθησε βάλλοντας με τα πυροβόλα κατά των τουρκικών πλοίων μέχρι το βράδυ.
Το Ναύπλιο θα έπεφτε από στιγμή σε στιγμή. Οι Τούρκοι ήταν τρομοκρατημένοι, γιατί δεν τήρησαν τη συνθήκη και πρόσφατα είχαν κακομεταχειριστεί τους Έλληνες ομήρους. Βέβαιοι ότι, αν παραδίδονταν, θα αφανίζονταν ολοκληρωτικά από τα ελληνικά αντίποινα, προτίμησαν να παρατείνουν την πολιορκία μέχρι να πεθάνουν από την πείνα. Τελικά, στις 30 Νοεμβρίου του 1822 ο Σταϊκόπουλος έκανε έφοδο και κατέλαβε το Παλαμήδι. Τότε οι Τούρκοι ζητούσαν συνθήκη, αλλά οι Έλληνες δε δέχτηκαν, καθώς δεν τους εμπιστεύονταν. Αποφασίστηκε όμως να τους χαρίσουν τη ζωή κι έτσι, μεταφέρθηκαν με υδραίικα πλοία στην Έφεσο και τη Σμύρνη. Αργότερα, οι Υδραίοι κατηγόρησαν τον Κολοκοτρώνη και την Μπουμπουλίνα ότι γύμνωσαν το Ναύπλιο, κράτησαν όλο τον πλούτο και δεν τους πλήρωσαν τα συμφωνηθέντα για τη μεταφορά των Τούρκων στην Ασία – ο Κολοκοτρώνης, πάντως, επέμενε ότι τα κοσμήματα που τους έδωσε είχαν αξία πολύ μεγαλύτερη από το συμφωνηθέν ποσό.
Μεταξύ της Μπουμπουλίνας και του Κολοκοτρώνη είχε πλέον αναπτυχθεί αμοιβαία εκτίμηση, η οποία τον Δεκέμβριο του 1822 επισφραγίστηκε και με συγγένεια: ο Πάνος Κολοκοτρώνης, ο πρωτότοκος γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, παντρεύτηκε την Ελένη Μπούμπουλη, τη μικρότερη κόρη της Μπουμπουλίνας. Μετά τον γάμο, η Μπουμπουλίνα έμεινε με την κόρη και τον γαμπρό της. Στις 18 Ιανουαρίου του 1823 το Ναύπλιο ορίστηκε έδρα της Διοίκησης, η οποία αναγνωρίζοντας την προσφορά της Μπουμπουλίνας στον Αγώνα αποφάσισε να της παραχωρήσει ένα σπίτι στην πόλη. Στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους, ο Πάνος Κολοκοτρώνης ανέλαβε φρούραρχος του Ναυπλίου.
Όσο ένδοξα εισήλθε στο Ναύπλιο η Μπουμπουλίνα, τόσο άδοξα αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Το φθινόπωρο του 1823 ξέσπασε η πρώτη εμφύλια διαμάχη, μεταξύ πολιτικών («Κυβερνητικών») και στρατιωτικών («Αντικυβερνητικών»). Ο Πάνος Κολοκοτρώνης τάχθηκε με τους στρατιωτικούς, των οποίων αρχηγός ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Το Ναύπλιο έμεινε υπό τη διοίκηση του Πάνου μέχρι τον Ιούνιο του 1824, που το παρέδωσε στους «Κυβερνητικούς», μετά από οδηγίες του πατέρα του. Ο Πάνος φρόντισε η αναχώρηση της φρουράς να γίνει με ηρεμία και τάξη, για να μην κινδυνεύσουν οι οικογένειες των «Αντικυβερνητικών», ανάμεσα στις οποίες και η δική του. Η φρουρά αποχώρησε από το Ναύπλιο στις 7 Ιουνίου.
Την ίδια μέρα εισήλθε στο Ναύπλιο το βουλευτικό. Το εκτελεστικό έφτασε στις αποβάθρες του Ναυπλίου, αλλά ο πρόεδρος Γεώργιος Κουντουριώτης οργίστηκε και απαγόρευσε την απόβαση, όταν έμαθε ότι η Μπουμπουλίνα και η κόρη της παρέμεναν στο σπίτι τους στο Ναύπλιο. Δήλωσε ότι «δὲν κρίνει συμφέρον κατ’ οὐδένα τρόπον νὰ μείνωσιν αἱ φαμελίαι τῶν ἀντιπατριωτῶν καί τινες ἐξ αὐτῶν εἰς τὸ φρούριον». Η Μπουμπουλίνα δεν έφευγε από το Ναύπλιο και το ζήτημα έλαβε έκταση. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης προσπάθησε μέσω φίλων του Κουντουριώτη να τον κατευνάσει, αλλά δεν τα κατάφερε· ο Κουντουριώτης ήταν ανένδοτος. Η Μπουμπουλίνα, η οποία πρώτη έσπευσε να πολιορκήσει το Ναύπλιο τον Απρίλιο του 1821 και είχε θυσιάσει χρήματα, μόχθους και τον ίδιο τον γιο της για την απελευθέρωσή του, αναγκάστηκε στις 12 Ιουνίου του 1824 να αποχωρήσει ως ανεπιθύμητη. Την ίδια μέρα το εκτελεστικό αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο.
Η Μπουμπουλίνα αναχώρησε για τις Σπέτσες, αλλά λίγες μέρες αργότερα, την 1η Ιουλίου, επέστρεψε στο Ναύπλιο πάνω σε μία φελούκα και κρύφτηκε στο σπίτι του Νικηταρά. Μόλις όμως το έμαθε ο Κουντουριώτης, έστειλε αστυνόμο να τη συλλάβει και να την ξαναστείλει στις Σπέτσες. Η Μπουμπουλίνα δεν έμεινε ήσυχη. Τον Ιανουάριο του 1825 απασχόλησε και πάλι αρκετά το εκτελεστικό. Η κόρη της Ελένη είχε μείνει χήρα μετά τον θάνατο του Πάνου Κολοκοτρώνη και η Μπουμπουλίνα ζητούσε επίμονα άδεια για να την παντρέψει με τον Θεόδωρο Γρίβα στη μητρόπολη του Ναυπλίου με πομπή και κάθε επισημότητα. Το εκτελεστικό είχε και την Μπουμπουλίνα και τον Γρίβα σε δυσμένεια, για αυτό δεν έδινε άδεια, προτείνοντας να γίνει ο γάμος στο Άργος.
Τον Μάιο του 1825 ο γιος της Μπουμπουλίνας Γεώργιος Γιάννουζας έκλεψε την κόρη του Χριστόδουλου Κούτση Ευγενία. Η αδελφή της Ευγενίας ήταν σύζυγος του Λάζαρου Ορλώφ, ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας. Ο Ορλώφ θεώρησε προσωπική προσβολή το γεγονός ότι ο ανιψιός του απήγαγε την κουνιάδα του. Καθώς φημολογείτο ότι η Μπουμπουλίνα είχε ευνοήσει την απαγωγή, ο Ορλώφ και οι Κουτσαίοι πήγαν στο σπίτι της για να ζητήσουν ικανοποίηση. Η Μπουμπουλίνα βγήκε στην πόρτα και ξεκίνησε λογομαχία με ύβρεις. Τότε κάποιος από το πλήθος την πυροβόλησε στο μέτωπο και την άφησε νεκρή. Στις 22 Μαΐου του 1825 η ένδοξη ηρωίδα βρήκε άδοξο τέλος, σε μια περίοδο πολύ κρίσιμη για την Ελλάδα.
Οι απόγονοί της δώρισαν τον Αγαμέμνονα στο κράτος. Το πλοίο ονομάστηκε Σπέτσαι και έγινε η ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου (στις 29 Ιουλίου του 1831, κατά τη διάρκεια πολιτικών αναταραχών, ανατινάχτηκε από τον Μιαούλη). Το αρχοντικό της Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες σήμερα είναι μουσείο.
Η Μπουμπουλίνα ξεχώρισε κατά την ελληνική επανάσταση και προκάλεσε τον θαυμασμό Ελλήνων και ξένων. Η Ευρώπη εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητά της – μάλιστα στη Γερμανία και το Παρίσι λάνσαραν τη μόδα «Robes de dome a la bobeline», παρόλο που η ίδια ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να γίνει πρότυπο ομορφιάς. Μετά θάνατον, η Ρωσία της απένειμε τον τίτλο του Ναυάρχου, τίτλο που ποτέ ξανά δεν απονεμήθηκε σε γυναίκα παγκοσμίως. Το 2018, 193 χρόνια μετά τον θάνατό της, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας της Ελλάδας της απένειμε τον βαθμό του Υποναυάρχου επί τιμή (ΦΕΚ 373, Τεύχος Γ, της 11ης Απριλίου).
*Η Αργυρώ Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Φλώρινα. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στις Κλασικές Σπουδές. Έχει λάβει Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην Κατεύθυνση των Αρχαίων Ελληνικών από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα είναι η επική ποίηση (ηρωικό έπος), το λατινικό αυγούστειο έπος και το έπος στην ύστερη αρχαιότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 1, Αθήνα 1974
Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 2, Αθήνα 1974
Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 3, Αθήνα 1974
Κόκκινος Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις. Τόμος 4, Αθήνα 1974
Κυριακοπούλου Καλλιόπη-Κανελλοπούλου Χάρις, 21 από το ’21, Αθήνα 1998
Μιαούλης Αντώνιος Α., Οι Ναυμαχίες του 1821, Αθήνα 2001
Μηχανή του Χρόνου, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα
Σαν Σήμερα, Λασκαρίνα Μπουμπουλίν
Σαν Σήμερα, Πάνος Κολοκοτρώνης