Στις 25 Ιανουαρίου 1833, το Ναύπλιο υποδέχθηκε τον πρώτο βασιλιά του σύγχρονου ελληνικού κράτους, Όθωνα.Επειδή ο νέος μονάρχης ήταν μόνο 17 ετών, την εξουσία ανέλαβε προσωρινά η λεγόμενη Αντιβασιλεία.Επρόκειτο για ένα τριμελές διοικητικό όργανο που θα κυβερνούσε την Ελλάδα μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, δηλαδή όταν εκείνος θα γινόταν 20 ετών.
Η Αντιβασιλεία αποτελείτο από τρεις Βαυαρούς αξιωματούχους, τους Άρμανσπεργκ, Μάουρερ και Χάιντεκ.Πρώτο τους μέλημα ήτανη ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας, επιχειρώντας να μεταφυτεύσουν στην Ελλάδα το νομικό σύστημα της χώρας τους. Η προσπάθεια της Αντιβασιλείας να εγκαθιδρύσει ένα ενιαίο συγκεντρωτικό κράτος θα την έφερνε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τους Μανιάτες, οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να εγκαταλείψουν την αυτονομία και τα προνόμιά τους. Θεωρούσαν αδιανόητο να στερηθούν από τους Βαυαρούς αυτά που δεν είχε καταφέρει να τους στερήσει ο σουλτάνος. Στα μάτια τους η Αντιβασιλεία φάνταζε πολύ πιο αδύναμη από τους Οθωμανούς κατακτητές.
Οι Βαυαροί ήρθαν για πρώτη φορά σε προστριβή με την Μάνη όταν αποφάσισαν να αφοπλίσουν τους πύργους της. Τα κτήρια αυτά αποτελούσαν οχυρωμένες κατοικίες, εξοπλισμένες με κανόνια μικρού διαμετρήματος και άλλα πυροβόλα όπλα, που παρείχαν προστασία από τις επιθέσεις αντίπαλων οικογενειών και τοπικών εχθρών. Το 1834 στην Μάνη υπήρχαν περίπου 800 τέτοιοι πύργοι. Η Αντιβασιλεία γνώριζε ότι ο αφοπλισμός τους θα ήταν μια επικίνδυνη υπόθεση, η οποία μπορούσε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Την δύσκολη αυτή αποστολή ανέλαβε να φέρει εις πέρας ο λοχαγός Μαξιμίλιαν Φέντερ. Τον Φεβρουάριο του 1834, ο Βαυαρός αξιωματικός έφθασε στην Μάνη, συνοδευόμενος από πολλούς στρατιώτες και εφοδιασμένος με μεγάλα χρηματικά ποσά. Το σχέδιό του απλό. Όπου δεν μπορούσε να πετύχει τον σκοπό του με απειλές, θα χρησιμοποιούσε την εξαγορά.
Αρχικά φάνηκε ότι ο Φέντερ αποκτούσε τον έλεγχο της κατάστασης. Μερικοί Μανιάτες, έχοντας λάβει προηγουμένως την σχετική αποζημίωση, δέχτηκαν να αφοπλίσουν τους πύργους τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως κρατικά κτήρια. Παράλληλα, αρκετοί κάτοικοι της Αρεόπολης και του Γύθειου έδωσαν στον Φέντερ την υπόσχεση ότι θα υπάκουαν στις εντολές της Αντιβασιλείας μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όλα αυτά όμως συνέθεταν μια εντελώς απατηλή εικόνα. Ο Φέντερ περπατούσε επάνω σε λεπτό πάγο, ο οποίος χρειαζόταν μόνο μια μικρή ρωγμή για να διαλυθεί σε κομμάτια. Η ρωγμή αυτή δεν άργησε να γίνει. Ήταν η δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Τα προβλήματα είχαν ουσιαστικά ξεκινήσει πιο πριν. Προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους για το δημόσιο ταμείο, η Αντιβασιλεία έκλεισε πάνω από 300 μοναστήρια και εθνικοποίησε την ακίνητη περιουσία τους, χωρίς όμως να την μεταβιβάσει σε φτωχούς αγρότες και να ικανοποιήσει έτσι ένα πάγιο αίτημά τους. Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος δικαζόταν για εσχάτη προδοσία, είχε εκφράσει ξεκάθαρα την δυσαρέσκεια του σχετικά με τις επιλογές της κυβέρνησης και την εκκλησιαστική πολιτική της. Για τους Μανιάτες όλα αυτά συνδέονταν.Πίστευαν ότι το κλείσιμο των μοναστηριών, ο Ρωμαιοκαθολικισμός των Βαυαρών, η δίκη του Κολοκοτρώνη και ο αφοπλισμός των πύργων αποτελούσαν τμήματα ενός ευρύτερου σχεδίου κατάργησης της Ορθοδοξίας και υποδούλωσης του ελληνικού λαού.
Στον ξεσηκωμό των Μανιατώνπρωτοστάτησε ο Μεσσήνιος οπλαρχηγός Μητροπέτροβας, γνωστός οπαδός και φίλος του Κολοκοτρώνη, γεγονός που καταδεικνύει κάποια σχέση ανάμεσα στην εξέγερση και την δίκη του Γέρου του Μοριά. Οι ταραχές ξεκίνησαν την Τρίτη του Πάσχα, 24 Απριλίου 1834, όταν στην πλατεία της Αρεόπολης συγκεντρώθηκαν 200 περίπου ένοπλοι απαιτώντας να σταματήσει ο αφοπλισμός των πύργων. Σύντομα οι κινητοποιήσεις επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την Μάνη, με την συμμετοχή τόσο του ανδρικού όσο και του γυναίκειου πληθυσμού.
Τον Μάιο του 1834, δύο λόχοι Βαυαρών στρατιωτών εστάλησαν στην Μάνη για να καταστείλουν την εξέγερση. Οι κάτοικοι της επαναστατημένης περιοχής υποκρίθηκαν ότι συμμορφώνονταν και υποδέχθηκαν φιλικά τις κυβερνητικές δυνάμεις. Οι Βαυαροί, ήσυχοι ότι έλεγχαν την κατάσταση, στρατοπέδευσαν στην Αρεόπολη. Την επόμενη μέρα όμως δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από 400 ένοπλους Μανιάτες, οι οποίοι αιχμαλώτισαν τους άνδρες και των δύο λόχων. Εντούτοις, πολύ σύντομα, απελευθερώθηκαν όλοι οι Βαυαροί, εκτός από 36 στρατιώτες. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν αρνηθεί πεισματικά να παραδοθούν όταν περικυκλώθηκαν στην Αρεόπολη. Έτσι, ενώ οι σύντροφοί τους έφυγαν κακήν κακώς από την Μάνη, οι36 Βαυαροί παρέμειναν κρατούμενοι κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες. Από αυτούς, οι 13 πέθαναν στην αιχμαλωσία από την κακομεταχείριση, ενώ οι υπόλοιποι απελευθερώθηκαν αρκετά αργότερα.
Ύστερα από το φιάσκο της Αρεόπολης, η Αντιβασιλεία συνειδητοποίησε την σοβαρότητα της κατάστασης και τον Ιούνιο του 1834 έστειλε στην Μάνη τέσσερα τάγματα Βαυαρών. Οι κυβερνητικές δυνάμεις αρχικά δεν συνάντησαν ουσιώδη αντίσταση και προέλασαν μέχρι τα στενά του Πασσαβά. Εκεί όμως γνώρισαν την πανωλεθρία, όταν δέχθηκαν την μαζική επίθεση των Μανιατών. Οι στρατιώτες της Αντιβασιλείας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ταπεινωμένοι την Λακωνία, με βαριές απώλειες.Οι Μανιάτες συνέλαβαν πολλούς Βαυαρούς αιχμαλώτους και τους χρησιμοποίησαν ως υπηρέτες για διάφορες βαριές χειρωνακτικές εργασίες και αγγαρείες. Κάποιοι μάλιστα ζήτησαν και λύτρα από την κυβέρνηση προκειμένου να απελευθερώσουν τους στρατιώτες που κρατούσαν δέσμιους.
Η Αντιβασιλεία αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα, κλιμακώνοντας ακόμα περισσότερο την σύγκρουση. Στα τέλη Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, 2.500 Βαυαροί στρατιώτες, μία ίλη ιππικού της χωροφυλακής, δύο ορεινές πυροβολαρχίες και ένας μικρός αριθμός ελληνικών μονάδων πεζικού εισέβαλαν στην Μάνη. Εκεί ενισχύθηκαν από 500 ένοπλους ντόπιους, οι οποίοι προσχώρησαν στο στράτευμα της Αντιβασιλείας. Την εντυπωσιακή αυτή δύναμη διοικούσε ο Βαυαρός στρατηγός Κρίστιαν Σμαλτς. Ο πρώτος του στόχος ήταν το οχυρό Πετροβούνι, κοντά στα στενά του Πασσαβά. Η επιχείρηση όμως κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία. Η επίθεση του Σμαλτς αποκρούστηκε και οι άνδρες του τελικά υποχώρησαν, έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Στην συνέχεια της εκστρατείας ο Σμαλτς ηττήθηκε επανειλημμένα από τους Μανιάτες, πληρώνοντας ακριβά την ελλιπή γνώση του εδάφους στο οποίο είχε κληθεί να επιχειρήσει. Η καταστολή της εξέγερσης φάνταζε πλέον αδύνατη.
Με τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις να βρίσκονται σε τέλμα, η Αντιβασιλεία αναγκάστηκε να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Μανιάτες. Οι ισχυρές οικογένειες των Τζανετάκηδων και των Μαυρομιχάληδων χρησιμοποίησαν το κύρος τους για να διευκολύνουν τις συνομιλίες ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους επαναστατημένους συντοπίτες τους. Οι διαπραγματεύσεις υπήρξαν επεισοδιακές και διεκόπησαν αρκετές φορές από νέες εξεγέρσεις ορισμένων μανιάτικων οικογενειών. Τα πνεύματα ηρέμησαν τελικά και οι συνομιλίες συνεχίστηκαν ομαλά με την αποστολή ενισχύσεων για τα κυβερνητικά στρατεύματα του Σμαλτς. Η κυβέρνηση διαβεβαίωσε ότι θα σεβόταν την Ορθοδοξία και την αυτονομία των Μανιατών, οι οποίοι θα στρατεύονταν σε δικές τους μονάδες, διοικούμενες από τους αρχηγούς των σημαντικότερων οικογενειών. Πενιχρό αντιστάθμισμα όλων αυτών ήταν ο μερικός αφοπλισμός ορισμένων πύργων.
Η εξέγερση των Μανιατών αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για το κύρος της Αντιβασιλείας. Ο μύθος του αήττητου των βαυαρικών στρατευμάτων, ο οποίος ίσχυε μέχρι τότε, είχε καταρριφθεί οριστικά. Παράλληλα κατέστη σαφές ότι η εξέγερση αποτελούσε έναν αποτελεσματικό τρόπο διεκδίκησης παραχωρήσεων από την κυβέρνηση. Δόθηκε έτσι ένα παράδειγμα που θα ακολουθούσαν κι άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα τις σχετικά συχνές τοπικές επαναστάσεις κατά την βασιλεία του Όθωνα.