Ο Αντίνοος είναι άγαλμα της ρωμαϊκής περιόδου του οποίο βρέθηκε στους Δελφούς, κοντά στον ναό του Απόλλωνα. Η κατασκευή του χρονολογείται γύρω στο 130 μ.Χ.
O Αντίνοος ήταν ένας νέος εξαιρετικής ομορφιάς καταγόμενος από την Βιθυνία, που υπήρξε σύντροφος του αυτοκράτορα Αδριανού. Πνίγηκε στα νερά του Νείλου, με την πεποίθηση ότι η θυσία του αυτή θα βοηθούσε στο να παραταθεί η ζωή του προστάτη του.
Συντετριμμένος από το θάνατο του Αντίνοου, ο Αδριανός που ήταν ένθερμος οπαδός της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας αλλά και ευεργέτης πολλών ελληνικών ιερών και πόλεων, μεταξύ αυτών και του ιερού των Δελφών, διέταξε να στηθούν αγάλματα του όμορφου μα άτυχου νέου, που τόσο είχε αγαπήσει, σε όλα τα ιερά και τις πόλεις, σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας του.
Διέταξε ακόμη την καθιέρωση διεξαγωγής αγώνων προς τιμήν του Αντίνοου που από τότε δοξάστηκε και λατρεύτηκε σαν θεός. Έτσι, το άγαλμα του Αντίνοου στήθηκε και στο ιερό των Δελφών, μετά τον θάνατό του, το 130 μ.Χ., αποτελώντας ένα από τα ωραιότερα και εντυπωσιακότερα λατρευτικά αγάλματα.
Το 1894, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών, το άγαλμα του Αντίνοου βρέθηκε όρθιο επάνω στο βάθρο του, δίπλα στον τοίχο ενός πλίνθινου δωματίου, κοντά στον ναό του Απόλλωνα. Από τα ρωμαϊκά νομίσματα που κόπηκαν προς τιμήν του Αντίνοου, προέρχεται η πληροφορία πως το άγαλμα συνοδευόταν από το προσωνύμιο «προπυλαίος», η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αρχικά είχε τοποθετηθεί στην είσοδο του ιερού.
Αργότερα, αφού υπέστη φθορά και έσπασε στο σημείο του γόνατου, χρειάστηκε να μεταφερθεί πιο κοντά στον ναό του Απόλλωνα, σε ένα είδος παρεκκλησιού, όπου και βρέθηκε ύστερα από ανασκαφές, σε σχετικά καλή κατάσταση. Τα εξιδανικευμένα χαρακτηριστικά του καθώς και η έντονη στίλβωση της μαρμάρινης επιδερμίδας του με λάδι (η οποία το βοήθησε να διασωθεί λαμπερό και καλοδιατηρημένο), είναι ενδεικτικά της εποχής του Αδριανού
Το κεφάλι του νέου γέρνει στο πλάι με περισυλλογή και στα πυκνά μαλλιά του, που πέφτουν στο μέτωπο και τα μάγουλα δίνοντας έναν πένθιμο τόνο στη μορφή του, διακρίνονται οι τρύπες που στερέωναν ένα χάλκινο δάφνινο στεφάνι. Τα ματιά του «εκφράζουν μια βαθιά μελαγχολία, σα να καθρέφτιζαν ακόμα στην υγρότητά τους το ποτάμι που βρήκε το θάνατο ο μυστικόπαθος νέος».
Το κορμί του με την ηρωική- θεϊκή γυμνότητα θέλει να πλησιάσει τις αθλητικές κλασικές μορφές, αλλά δεν έχει την πνοή των προτύπων του, που νοσταλγικά αναζητεί η τέχνη του αδριάνειου κλασικισμού. Ο Αντίνοος, με το ονειροπόλο βλέμμα του, είναι σαν να ατενίζει όχι μόνο το δικό του θλιβερό τέλος, αλλά και έναν κόσμο που δύει χωρίς επιστροφή.
Για την προσωπικότητα και τη μορφή του Αντινόου αλλά και την ατμόσφαιρα της εποχής αυτής, χαρακτηριστικές είναι οι περιγραφές της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ στα Αδριανού Απομνημονεύματα, που αποπνέουν και την ατμόσφαιρα της εποχής.