Οι Έλληνες της Αιγύπτου ή Αιγυπτιώτες, είχαν μια ιδιαίτερα ακμάζουσα παρουσία στην Αίγυπτο κατά την κλασική αρχαιότητα, ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, και κατόπιν κατά τον 19ο αιώνα έως και την Αιγυπτιακή επανάσταση του 1952, όταν και ένας μεγάλος αριθμός αναγκάστηκε να φύγει. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως η μυθολογική Ρόδια Ακτίς, έκτισε την πόλη της Ηλιούπολις πριν από τον μεγάλο κατακλυσμό, και με τον ίδιο τρόπο οι Αθηναίοι έκτισαν την Σάϊς, και ενώ όλες οι Ελληνικές πόλεις καταστράφηκαν κατά τον κατακλυσμό, οι Ελληνικές πόλεις της Αιγύπτου επέζησαν.
Στην Ελληνική μυθολογία ο Βούσιρις ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου. Ο Βούσιρις ήταν σκληρός και αφιλόξενος, αφού θανάτωνε κάθε ξένο που έφθανε στο βασίλειό του. Η αφορμή ήταν το εξής γεγονός: όταν η Αίγυπτος υπέφερε κάποτε από ακαρπία επί εννέα χρόνια, έφθασε στη χώρα ο Κύπριος μάντης Φράσιος, που συμβούλεψε τον Βούσιρι να θυσιάζει κάθε χρόνο ένα ξένο στον Δία για να σταματήσει το κακό.
Ο Αιγύπτιος βασιλιάς σκότωσε τότε τον Φράσιο και έπειτα όλους τους ξένους που έρχονταν στην Αίγυπτο. Στη σκληρότητα του Βούσιρι έβαλε τέλος ο Ηρακλής όταν πέρασε από την Αίγυπτο στο ταξίδι του για τον άθλο των μήλων των Εσπερίδων ή των βοδιών του Γηρυόνη. Τον συνέλαβαν τότε και τον έδεσαν καλά με πέτσινα λουριά για να τον θυσιάσουν, αλλά ο Ηρακλής έσπασε τα δεσμά του, σκότωσε τον Βούσιρι, τον γιο του Αστυδάμαντα, και όλους τους ανθρώπους του βασιλιά.
Ο Αίγυπτος ήταν βασιλιάς της Αιγύπτου, γιος του Βήλου και της Αγχινόης και δίδυμος αδελφός του Δαναού. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από τον Ποσειδώνα, ενώ από της μητέρας του από τον ποταμό Νείλο. Ο Βήλος, ο οποίος βασίλευε στις αφρικανικές χώρες, εγκατέστησε το Δαναό στη Λιβύη και έδωσε την Αραβία στον Αίγυπτο. Ο Αίγυπτος όμως κατέλαβε για λογαριασμό του τη χώρα των Μελαμπόδων (“αυτών που έχουν μαύρα πόδια”), που την ονόμασε από το όνομά του Αίγυπτο.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο φαραώ Ψαμμητιχος Α´ (664–610 π.Χ.) τοποθέτησε μια φρουρά ξένων μισθοφόρων στη Δάφνη, κυρίως Κάρες και Έλληνες της Ιωνίας. Τον 7ο αιώνα π.Χ., η πόλη της Ναυκρατις ιδρύθηκε στην Αρχαία Αίγυπτο. Ήταν τοποθετημένη στην Κανώπιαια διακλάδωση του Νείλου ποταμού, 72 χιλιόμετρα από την ανοικτή θάλασσα. Ήταν η πρώτη, και για το μεγαλύτερο μέρος της πρώιμης ιστορίας της, η μοναδική μόνιμη Ελληνική αποικία στην Αίγυπτο, έχοντας τον ρόλο του συνδετικού κρίκου στην συμβίωση και ανταλλαγή στοιχείων του Ελληνικού με τον Αιγυπτιακό πολιτισμό. Η πόλη του Ηρακλείου της Αιγύπτου, η πλησιέστερη προς της θάλασσα, εξελίχθηκε σε ένα σημαντικό λιμάνι του Ελληνικού εμπορίου. Εκεί στεγάζονταν και ο διάσημος ναός του Ηρακλή.
Η πόλη βυθίστηκε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια σεισμού, όμως ανακαλύφθηκε πρόσφατα. Από τον καιρό του Ψαμμητιχου και έπειτα, οι Ελληνικοί μισθοφορικοί στρατοί διαδραμάτισαν ένα σημαντικό ρόλο σε κάποιους από τους πολέμους της Αιγύπτου. Ένας από αυτούς τους στρατούς ήταν και αυτός του Μέμνωνα του Ροδίου, καθώς και αυτός του Φάνη της Αλικαρνασσού.
Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Αίγυπτο κατά το πρώιμο στάδιο των εκστρατειών του, η οποία βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Περσών την εποχή εκείνη και παραδόθηκε χωρίς μάχη. Σεβάστηκε τις φαραωνικές θρησκείες και τις τοπικές παραδόσεις και έθιμα, και ανακηρύχθηκε από το Αιγυπτιακό ιερατείο ως Φαραώ της Αιγύπτου. Ίδρυσε την πόλη της Αλεξάνδρειας, και μετά τον θάνατο του το 323 π.Χ., όταν η γιγαντιαία αυτοκρατορία του διανεμήθηκε στους διαδόχους του με τη Συμφωνία της Βαβυλώνας, η Αίγυπτος δόθηκε στον Πτολεμαίο.
Ο Πτολεμαίος νομιμοποίησε την κυριαρχία του αποκτώντας το σώμα του Αλέξανδρου το 321 π.Χ., αποκτώντας το από την πομπή που το μετέφερε προς τη Μακεδονία, και το τοποθέτησε σε ένα χρυσό φέρετρο αρχικά στη Μέμφιδα και κατόπιν στην Αλεξάνδρεια. Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν ένα από τα πιο διάσημα θεάματα της πόλης για πολλά χρόνια, μέχρι που τα ίχνη του χάθηκαν τον 4ο αιώνα μ.Χ.. Ο αρχικός στόχος του Πτολεμαίου ήταν να σταθεροποιήσει τα σύνορα του νεόκτιστου βασιλείου του, κάτι που οδήγησε σε πολλούς και μακρόχρονους πολέμους με τους Διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά καιρούς, το Πτολεμαϊκό βασίλειο είχε την Παλαιστίνη, Κύπρο, διάφορα νησιά του Αιγαίου, ακόμα και περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Με τη λήξη των πολέμων, έγινε και επίσημα ο Φαραώ της Αιγύπτου το 306 π.Χ.. Το 285 π.Χ. όταν και παραιτήθηκε από τον θρόνο σε μεγάλη ηλικία, και τον διαδέχτηκε ο γιος του, η Πτολεμαϊκή κυριαρχία ήταν σταθερή. Οι διάδοχοι του Πτολεμαίου, αποτέλεσαν την τελευταία βασιλική δυναστεία της Αιγύπτου, μια ένδοξη δυναστεία, με έντονη την ελληνική χροιά, και πρωτεύουσα την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ο Πτολεμαίος και οι απόγονοι του σεβάστηκαν τις Αιγυπτιακές παραδόσεις, και τις χρησιμοποίησαν προς το δικό τους όφελος, και η Αλεξάνδρεια έγινε το εμπορικό κέντρο του Ελληνιστικού κόσμου και η πνευματική πηγή των τεχνών και των επιστημών. Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας, κατά την κυριαρχία του Πτολεμαίου Β´ ήταν ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου, ενώ η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ήταν η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου μέχρι τα διαδοχικά στάδια καταστροφής της, από Ρωμαίους, Χριστιανούς, και Άραβες.
Το τελευταίο μέλος των Ελλήνων Φαραώ, ήταν η Κλεοπάτρα ΣΤ´ , η οποία αυτοκτόνησε το 30 π.Χ., ένα έτος μετά την ναυμαχία του Ακτίου. Με την ήττα της, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έγινε ο νέος κυρίαρχος της Αιγύπτου, καθώς και ολόκληρης της Μεσογείου, όπου και παρέμεινε για τους επόμενους έξι αιώνες. Υπό την Ρωμαϊκή κυριαρχία, το Ελληνικό στοιχείο παρέμεινε έντονο στην Αίγυπτο, και η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν ήταν τα Ελληνικά εκτός των διοικητικών και στρατιωτικών υποθέσεων όπου η επίσημη γλώσσα ήταν τα Λατινικά. Έτσι κατά την Ελληνορωμαϊκή κυριαρχία, η Αίγυπτος φιλοξενούσε πολλούς Ελληνικούς οικισμούς, περιμετρικά της Αλεξάνδρειας, αλλά και σε κάποιες άλλες πόλεις, όπου οι Έλληνες άποικοι ζούσαν δίπλα στους γηγενείς Αιγυπτίους.
Οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι του Φαγιούμ, ήταν βετεράνοι στρατιώτες και κληρούχοι διακεκριμένοι ανώτεροι αξιωματικοί του στρατού οι οποίοι τοποθετήθηκαν από τους βασιλείς των Πτολεμαίων στις νέες περιοχές. Οι αυτόχθονες Αιγύπτιοι μεταφέρθηκαν στο Φαγιούμ, κυρίως το Δέλτα του Νείλου, Άνω Αίγυπτο, Οξύρρυνγχο, και Μέμφιδα, για να εργαστούν στην απαλλοτρίωση της γης, όπως φανερώνεται από τις προσωπικές ονομασίες τους, τοπικά έθιμα και ανακαλυφθέντες πάπυρους. Εκτιμάται πως έως και 30 τοις εκατό του πληθυσμού του Φαγιούμ ήταν Έλληνες κατά την Πτολεμαϊκή περίοδο, με το υπόλοιπο να αποτελείται από Αιγύπτιους. Με την έλευση των Ρωμαίων, το μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού αποτελούνταν πλέον από εξελληνισμένους Αιγύπτιους ή κάτοικους με Ελληνοαιγυπτιακή καταγωγή.
Κατά την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα τον 2ο αιώνα π.Χ., ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσει κάποιος τους Έλληνες της Αλεξάνδρειας από τους γηγενείς Αιγύπτιους, ήταν από τον τρόπο ομιλίας τους. Θεωρείται πως οι προσωπογραφίες του Φαγιούμ αναπαριστούν τους Έλληνες άποικους της Αιγύπτου. Με τον διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Δυτική και Ανατολική (Βυζαντινή), η Αίγυπτος πέρασε στους Βυζαντινούς και οργανώθηκε σε επαρχία με τον τίτλο Διοίκηση Αιγύπτου το 381 μ.Χ., σχεδόν 250 χρόνια αργότερα, σε μια περίοδο τριών ετών από το 639 έως το 642, η Μουσουλμανική κατάκτηση της Αιγύπτου έγινε εύκολα από το Αραβικό χαλιφάτο και την εξάπλωση του Ισλάμ στις αρχές του Μεσαίωνα, το οποίο έκανε την εμφάνιση του λίγες δεκαετίες νωρίτερα, και παρέμεινε υπό Αραβική διοίκηση από τότε. Κατά τα τέλη των 30 πρώτων χρόνων του αιώνα αυτού ο αρχηγός των Αράβων, Άμβρος, παρουσιάστηκε στα ανατολικά σύνορα της Αιγύπτου και άρχισε την κατάκτησή της.
Μετά το θάνατο του Ηρακλείου, το 641 ή το 642, οι Άραβες κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια, ενώ ο θριαμβευτής Άμβρος έστελνε το εξής μήνυμα στον χαλίφη Ομάρ στη Μεδίνα: « Κατάκτησα μια πόλη της οποίας θα αποφύγω την περιγραφή. Αρκεί μόνο να πω ότι κατέσχεσα σ’ αυτήν 4.000 βίλες με 4.000 λουτρά, 40.000 Ιουδαίους που πληρώνουν κεφαλικό φόρο και τετρακόσιους τόπους διασκεδάσεως ». Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο.
Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Μέρος των αυτόχθονων Αιγυπτίων καθώς και σημαντικό μέρος των Ελλήνων της Αιγύπτου αποχώρησαν στα υπόλοιπα μέρη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, με αυτούς που επέλεξαν να μείνουν να πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο σύμφωνα με τα έθιμα του Ισλάμ. Προς τα τέλη των 40 πρώτων χρόνων η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την Αίγυπτο.
Την κατάκτηση της Αιγύπτου ακολούθησε μια προώθηση των Αράβων προς τις δυτικές ακτές της Β. Αφρικής. Οι κατακτήσεις των Αράβων, φέρνοντάς τους στις ακτές της Μεσογείου, τους δημιούργησαν νέα προβλήματα ναυτικής φύσης. Μη έχοντας στόλο οι Άραβες ήταν ανίσχυροι μπροστά στα πολυάριθμα πλοία των Βυζαντινών, για τα οποία οι νέες παραλιακές αραβικές επαρχίες ήταν πολύ προσιτές.
Σήμερα το 15-20% του πληθυσμού η αλλιώς περίπου 13.000.000 με 16.000.000 άτομα ασπάζονται τον Χριστιανισμό στην συντριπτική τους πλειοψηφία Κόπτες χριστιανοί οι οποίοι είναι οι απόγονοι των Αρχαίων Αιγυπτίων που δεν εξισλαμίστηκαν και δεν αφομοιώθηκαν από τους Άραβες. Σήμερα διατηρούν την χριστιανική θρησκεία βαθιά ριζωμένη στην ταυτότητα τους μιλούν πλέον τα Αραβικά.
Οι Κόπτες ανήκουν στην Κοπτική Εκκλησία η οποία υπερτερεί σε σύγκριση με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία σε αριθμό πιστών και στην τέλεση των θρησκευτικών υποχρεώσεων των πιστών. Η Κοπτική γλώσσα είναι άμεσος απόγονος της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας. Το κοπτικό αλφάβητο αποτελεί τροποποιημένη μορφή του ελληνικού αλφάβητου. Ως ζώσα γλώσσα καθημερινής επικοινωνίας η Κοπτική άνθισε από το 200 έως το 1100. Επιβιώνει σήμερα ως λειτουργική γλώσσα της Κοπτικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Του Ισίδωρου Σκληρού Πτυχιούχου Οικονομολόγου-Ιστορικού Ερευνητή