Στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, υπάρχει η ιστορική όσο και στρατηγική χερσόνησος της Κριμαίας. Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Ταυρική Χερσόνησο ή Χερσόνησο των Ταύρων και την χώρα Ταυρίδα.
Αυτή η σημαντική γεωπολιτική της θέση, την οποία είχαν από πολύ ενωρίς εκτιμήσει οι αρχαίοι Έλληνες, κατέστησε την χερσόνησο κέντρο αποικιακής δραστηριότητος όλων των Ελλήνων. Σ’ αυτήν ιδρύθηκαν πολλές Ελληνικές πόλεις: Η Συμφερόπολις (Ζολοτόι), το Νυμφαίον (Κεκουβάτσκ) και η Ερμώνασσα (Τμουταρακάν και της Μετρίγκα / Ματρίγα, στα Ν. του κόλπου του Ταμάν). Στην Αζοφική Θάλασσα (Μαιώτιδα Λίμνη) ιδρύθηκε η Ταναΐς (στο Ροστώφ), η Τυριτάκη, το Μυρμήκιον, η Κερκίνη, η Φαναγορεία (αποικία Τηίων), οι Κήποι, η Γοργιππία, κ.ά.
Προσφάτως, λοιπόν, εντοπίσθηκαν τα ίχνη της αρχαίας ελληνικής Ερμώνασσας ή Ερμώνειας, που ήταν πόλη, λιμάνι και νησί – αποικία περίπου του 6ου αι. π.Χ., εκεί που οι Έλληνες αργότερα δημιούργησαν το Βασίλειο του Βοσπόρου, στην σημερινή περιοχή του Κρασνοντάρ. Η Ερμώνασσα ήταν μία από τις σημαντικότερες ελληνικές αποικίες στην χερσόνησο του Ταμάν. Η χερσόνησος αυτή Κοροκονδάμας / Κοροκονδάμης (νυν «του Ταμάν»), στην περιοχή που οι αρχαίοι Έλληνες γεωγράφοι έλεγαν (Ασιατική) Σαρματία – ευρίσκεται στην Α. παραλία στην ασιατική πλευρά του Κιμμερείου Βοσπόρου, προς Ν. της Φαναγορείας. Στα Β. ορίζεται από την Μαιώτιδα (Θάλασσα του Αζώφ), Ν. από την Μαύρη Θάλασσα, και Δ. από τα Στενά του Κερτς! Μια σημαντικότατη θέση, λοιπόν, αφού ελέγχει το πέρασμα από την Μαύρη Θάλασσα προς την Μαιώτιδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το εμπόριο. Ταμάν και Κριμαία είχαν τις βορειότερες ελληνικές αποικίες, απ’ αυτές που είχαν διάρκεια.
Η Ερμώνασσα ήταν η μοναδική αιολική αποικία της Β. Μαύρης Θάλασσας! Κτίσμα Μυτιληναίων και Μιλησίων μαζί. Μάλιστα, οι πρωτοικιστές της Μυτιληνιοί της έδωσαν το όνομα, της γυναικός του επί κεφαλής τους, Σημάνδρου του Μυτιληναίου. Για να την ξεχωρίσουν από την ομώνυμή της πόλη του Νοτίου Πόντου, οι ιστορικοί την είπαν Ερμώνασσα του Βοσπόρου, σε αντιδιαστολή με την νότια Ερμώνασσα του Πόντου. Στην πόλη με την ωραία αρχιτεκτονική λατρευόταν η θεά της γεωργίας Δήμητρα.
Και ήταν λογικό, αφού η πόλη είναι κτισμένη εν μέσω εύφορης γης, που επέτρεψε την τεράστια ανάπτυξη της γεωργίας. Η πόλη είχε μακροχρόνια παράδοση στην οινοπαραγωγή. Δύο οινοποιεία (του 3ου αι. μ.Χ.) ανασκάφηκαν στα περίχωρά της. Την λατρεία της Δήμητρος την γνωρίζαμε από γραπτές πηγές, αλλά ευρέθησαν και κατάλοιπα ναού της, που ήταν, ίσως, τμήμα συμπλέγματος ιερών, υπέρ του θεού Απόλλωνος (επιγραφή με τ’ όνομά του). Βάσει πολλών επιγραφών αποδεικνύεται πως στην ευρύτερη περιοχή ήταν καθιερωμένες οι λατρείες του Ιατρού Απόλλωνος και του Δελφινίου Απόλλωνος.
Η λατρεία του Απόλλωνος και της αδελφής του, Αρτέμιδος, ήταν τεράστια στην περιοχή αυτή. Στην Ερμώνασσα λατρευόταν επίσης και η κόρη της, Δήμητρος, Περσεφόνη. Τον 3ο αι. π.Χ. συγκατοίκησαν σε αυτήν και Ίωνες εκ της Φαναγορείας. Τότε έγινε η σύνδεση όλων των ιωνικών πόλεων του Κιμμερείου Βοσπόρου, με κέντρο το ιερόν της Αφροδίτης στο Παντικάπαιον. Η Ερμώνασσα του Βοσπόρου έζησε μια μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Ανέπτυξε εμπορική δραστηριότητα, τόσο με την ενδοχώρα (της Ρωσίας), όσο και με περιοχές του Αιγαίου και της ευρύτερης Μεσογείου. Ευρήματα (6ου-5ου αι. π.Χ.), όπως πλήθος κορινθιακής κεραμικής, αμφορείς κρασιού από την Χίο, πιστοποιούν του παραπάνω λόγου το αληθές.
Οι επαφές και οι εμπορικές σχέσεις της Ερμώνασσας με τις Κυκλάδες και το Β. Αιγαίο ισχυροποιούνται από τον 5ο αι. π.Χ. Η πόλη και το λιμάνι της Ερμωνάσσης συνέχιζαν να ακμάζουν έως και τα βυζαντινά χρόνια. Μάλιστα το γυναικείο όνομα Ερμώνασσα εξακολουθούμε να το βρίσκουμε στο Βυζάντιο. Αναφέρεται με αυτό μια διάσημη μιμάς-ορχηστρίς της βυζαντινής εποχής. Η ακμή της πόλεως σταματά όταν ήλθαν οι Ούννοι και οι Γότθοι!
Οι αρχαίοι Έλληνες την είπαν Ταυρική χερσόνησο, γιατί, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, την όργωσε ο Ηρακλής με ένα γιγάντιο ταύρο. Και εκεί, στο ιερό της Αρτέμιδας, εξόρισαν οι Μυκηναίοι την πριγκίπισσα τους, την Ιφιγένεια, για να τη σώσουν από το πατρικό μαχαίρι, που την έβαλε ανθρωποθυσία στο βωμό για να ξεκινήσουν τα καράβια των Αχαιών έναν ακόμα μυθικό εποικισμό, αυτόν της Μικρασιατικής χερσονήσου, αυτόν που τον είπαν Τρωικό Πόλεμο. Μάρτιος 2014: Η Ουκρανία είναι πλέον στα πρόθυρα γενικευμένης εμφύλιας σύρραξης, στη χερσόνησο της Κριμαίας οι αντίπαλοι στόλοι Ουκρανών και Ρώσων ελλιμενίζονται ετοιμοπόλεμοι μέσα σε αρχαία ελληνικά λιμάνια, ενώ τα βλέμματα όλων στον πλανήτη είναι στραμμένα στα στενά του Κερτς, αυτά που είχαν αποικίσει και οχυρώσει στρατηγικά οι Μιλήσιοι ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Οι σχέσεις των αρχαίων Ελλήνων τόσο με την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αλλά και της Κριμαίας ειδικότερα, ήταν εξαιρετικά στενές και παραγωγικές και συνεχίστηκαν αδιάκοπα και συστηματικά μέσω των αιώνων: αρχαιοελληνικοί αποικισμοί, βυζαντινή αυτοκρατορία, τουρκοκρατία, Ελληνική Επανάσταση, 20ός αιώνας. Οι μύθοι της αρχαιότητας είναι εύλογοι και μας αποκαλύπτουν με λεπτομέρειες την πορεία των Ελλήνων προς τον ελκυστικό βορρά.
Οι Αργοναύτες με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς κατάφεραν να περάσουν από τις Συμπληγάδες, και για τους ποντοπόρους Έλληνες ανοίχτηκε ένας νέος κόσμος προς τους αχανείς ορίζοντες της Ρωσίας και της Βλαχίας: πλούσιοι σιτοβολώνες και άφθονα βοσκοτόπια, αλιεία αλλά και πολύτιμες πρώτες ύλες, γούνες και καστόρια, ξυλεία και μέταλλα. Δεν ήταν όμως, μόνο τα αγαθά. Όπως αναφέρει η ιστορικός Μαριάννα Κορομηλά, αυτές οι απέραντες στέπες αποτελούν τον «μοιραίο διάδρομο», τον μοναδικό δρόμο που οδηγεί από την κεντρική Ασία στη Ευρώπη. Και στη μέση η χερσόνησος της Κριμαίας να κρέμεται από μια στενή λωρίδα γης από την Ουκρανία, με εξαιρετικά πλεονεκτική γεωγραφικά θέση, βρίσκεται στο σημείο όπου διασταυρώνονταν οι παραδοσιακοί θαλάσσιοι οδοί του Εύξεινου Πόντου και η μεταφορά των πολύτιμων αγαθών.
Και οι αρχαίοι Έλληνες όχι μόνο έφτασαν ως εκεί και «έζωσαν» περιμετρικά τη σπουδαία αυτή χερσόνησο με παραθαλάσσιες αποικίες ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα μερικές από τις οποίες εξελίχθηκαν σε σπουδαία κέντρα της αρχαιότητας, αλλά συνομίλησαν με τους γηγενείς και τους γειτονικούς λαούς και άφησαν ορατά τα ίχνη τους μέχρι και σήμερα: πλούσια αρχαιολογικά κατάλοιπα, πλήθος από τοπωνύμια, μύθοι, θρύλοι και παραδόσεις μαρτυρούν την μακραίωνη ελληνική παρουσία στην περιοχή.
Εκεί, στα νοτιοδυτικά της Κριμαίας, οι Έλληνες ίδρυσαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. το μοναδικό λιμάνι που θα μπορούσε να ελέγχει τους πλόες που συνέδεαν τις βορινές με τις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου: τη δωρική αποικία Χερσόνησο, στα όρια της σημερινής Σεβαστούπολης. Στην πόλη προσαρτήθηκαν και οι δύο ιωνικές αποικίες που βρίσκονταν βορειότερα, η Κερκινίτις και ο Καλός Λιμήν, με αποτέλεσμα στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα η Χερσόνησος να ελέγχει όχι μόνο τα δυτικά παράλια της Κριμαίας, αλλά να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ελληνιστικά κράτη στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας.
Στα εκτεταμένα παραθαλάσσια αρχαιολογικά κατάλοιπα της πόλης, δεσπόζει και το μοναδικό αρχαιοελληνικό θέατρο που έχει ανακαλυφθεί σε ελληνική αποικία της Μαύρης Θάλασσας, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε μεταγενέστερη σταυρόσχημη βυζαντινή εκκλησία. Η εξαιρετική γεωγραφική σημασία της πόλης, έχει θέσει τη σημερινή διάδοχό της, τη Σεβαστοπόλ, υπό ειδικό καθεστώς μετά της κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς αποτελεί τη βάση τόσο για τον ουκρανικό όσο και για τον ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας. Τα αντίπαλα, πλέον, πλοία ελλιμενίζονται υπό το βλέμμα της θηλυκής Ταυρικής θεότητας, της Αθηνάς Παρθένου αλλά και του Ηρακλή, κύριων θεοτήτων στο πάνθεον της αρχαίας Χερσονήσου.
Στα ανατολικά παράλια της Κριμαίας, στα στενά που σχηματίζονται ανάμεσα στη χερσόνησο και την απόληξη του Καυκάσου, σε αυτά τα στενά με την τεράστια στρατηγική και οικολογική σημασία καθώς αποτελούν και ένα από τα μεγαλύτερα περάσματα μεταναστευτικών ψαριών εκεί, που πριν από λίγες ημέρες, στις αρχές Μαρτίου 2014 ο ρωσικός στόλος βούλιαξε ένα πλοίο για να εμποδίσει την έξοδο του Ουκρανικού ναυτικού, στα στενά του Κερτς Κιμμέριου Βοσπόρου, στα στενά που οδηγούν στη θάλασσα του Αζόφ ή τη Μαιώτιδα λίμνη των αρχαίων Ελλήνων, οι αρχαίοι Έλληνες αντιλαμβανόμενοι τη σπουδαιότητά τους ίδρυσαν ένα πλήθος από ιωνικές αποικίες, με προεξάρχουσα το Παντικάπαιον, το σημερινό Κερτς.
Το Παντικάπαιον, που ιδρύθηκε από Μιλήσιους τον 6ο π.Χ. αι. δεν σταμάτησε ποτέ, από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα, να αποτελεί μια πόλη κλειδί για την περιοχή. Κύριος προστάτης της πόλης ήταν ο Απόλλων Ιατρός, στον οποίο ήταν αφιερωμένος και ο κεντρικός ναός της πόλης. Στην απέναντι από το Παντικάπαιον ακτή μια ακόμα ιωνική αποικία, η Φαναγορεία, ολοκλήρωνε τον έλεγχο των στενών. Κάτω η καστροπολιτεία της Θεοδοσίας, ο γενοβέζικος Κάφφας (Φεοντόσιγια). Αλλά οι Μιλήσιοι έμποροι δεν περιορίστηκαν εκεί. Προχώρησαν ως το πιο απομακρυσμένο και σημαντικό σημείο της Μαιώτιδος λίμνης, της μητέρας του Πόντου (Αζοφική θάλασσα), στις εκβολές του πλωτού ποταμού Δον και ίδρυσαν την αποικία Τάναϊ αλλά και μια σειρά από μικρά παράλια εμπορεία, για να ελέγξουν τη διακίνηση των πολύτιμων προϊόντων της περιοχής και της ενδοχώρας.
Εκεί, στα αρχαία βοσκοτόπια και στις προστατεμένες παραθαλάσσιες πόλεις της Κριμαίας, στη χώρα των Ταύρων και των Σκύθων με τους ανθρωποφάγους λαούς και τα άγρια τελετουργικά, έφτασε ο Ορέστης με τον σύντροφο του Πυλάδη, κυνηγημένος από τις Ερινύες μετά τον φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας και του εραστή της. Εκεί συνάντησε ως ιέρεια της θεάς Αρτέμιδος την αδελφή του Ιφιγένεια, που η θεά είχε σώσει από τον βωμό της θυσίας στην Αυλίδα, βάζοντας στη θέση της ένα ελάφι. Με μεγάλο κίνδυνο και κατατρεγμένος από τον μυθικό βασιλιά της Ταυρίδας Θόα, ο Ορέστης κατάφερε να πάρει την αδελφή του μαζί με το ξόανο της θεάς, να τους φέρει στην Αττική και να ιδρύσει στη Βραυρώνα ιδιαίτερη λατρεία για την Αρτέμιδα Ταυροπόλο. Οι Έλληνες είχαν νικήσει τα υπεράνθρωπα εμπόδια που συνάντησαν στις άγνωστες αυτές θάλασσες.
Τα αγαθά των αποικιών ταξίδευαν πίσω στις ελληνικές μητροπόλεις. Δίπλα στην Κριμαία, κοντά στους Γεωργιανούς χαλκουργούς και σιδηρουργούς, μαθήτευσε ο Προμηθέας. Και στο σημείο αυτό τιμωρήθηκε από τον Δία σύμφωνα με τον μύθο, δεμένος σε έναν πάσαλο στον Καύκασο με τον αετό να του τρώει καθημερινά το συκώτι, μέχρι που πέρασε από την περιοχή ο Ηρακλής, σκότωσε με το τόξο του τον σαρκοβόρο αετό και απελευθέρωσε τον Προμηθέα.
Ο αρχέγονος πυρφόρος Προμηθέας λειτουργεί σαν σημείο προσανατολισμού για τα μέταλλα αλλά και το ανατολικό άκρο στις αποικίες των αρχαίων Ελλήνω. Από το πανοραμικό σημείο της τιμωρίας του ο βασανισμένος θεός θα αντίκριζε, άραγε, το αυτάρεσκο ναυτικό των Ρώσων να περιπολεί περήφανο μπρος τους εξεγερμένους Ουκρανούς, περιμένοντας το καθοριστικό δημοψήφισμα της επόμενης Κυριακής; Λίγο ψηλότερα από τη Κριμαία, στη σημερινή Ουκρανία και στις όχθες των πλωτών ποταμών Δνείπερου και Μπαγκ ίδρυσαν οι Μιλήσιοι μια ακόμα αποικία, την Ολβία.
Το όνομά της καθαρά ελληνικό, από τη λέξη όλβος, που σημαίνει πλούτος, ευτυχία, χαρά και εκφράζει την ευδαιμονία των πολιτών της. Ο κόλπος που καταλήγουν τα δύο πλωτά ποτάμια, και τα εμπορεύματά τους, είναι εξαιρετικά πλούσιος σε χλωρίδα, πανίδα και φυσικές αλυκές, αλλά και εξαιρετικής γεωγραφικής σημασίας. Στη νησίδα Μπεζεράν στην είσοδο του κόλπου, την Βορυσθενίτιδα, είχαν εγκατασταθεί Χιώτες και Ροδίτες έμποροι πριν ακόμα την ίδρυση της αποικίας. Βορυσθένη ονόμασαν και τον Δνείπερο, όπου ήδη από τον 5ο π.Χ. αι. ο Ηρόδοτος χαρακτήρισε ως «τον πιο ωφέλιμο από όλους τους ποταμούς, μετά τον Νείλο». Και διέπλευσαν τον Δνείπερο για να βγουν στη Βαλτική, για να βρουν το κεχριμπάρι που τόσο αγαπούσαν οι Μυκηναίοι. Σύμφωνα με τον μύθο, αυτόν τον ίδιο δρόμο ακολουθούσε ο Απόλλωνας κάθε χρόνο για να περάσει τους ψυχρούς χειμερινούς μήνες στη μυθική Υπερβορεία, μια ιδανική πολιτεία, όπου ο ήλιος έλαμπε συνεχώς και οι σοφοί κάτοικοί της ζούσαν απρόσβλητοι από το κρύο και τις ασθένειες.
Οι Υπερβόρειοι έστελναν κάθε χρόνο τους πρώτους καρπούς τους και άλλες προσφορές ως δώρα στο μαντείο του Απόλλωνα στη Δήλο, με τη συνοδεία δύο νεαρών παρθένων και πέντε ανδρών. Οι αποικίες υπήρξαν γενναιόδωρες προς τις μητροπόλεις της αρχαίας Ελλάδας. Στην επιστροφή του προς την Ελλάδα φέτος την άνοιξη ο Απόλλωνας έκπληκτος θα συναντούσε αναταραχές και έναν λαό να έχει βγει στους δρόμους. Διαδηλωτές, οπλισμένοι πολίτες, νεκροί, συγκρούσεις και αντεκδικήσεις για το τσαρικό ή το σταλινικό καθεστώς. Και τα διεθνή ΜΜΕ παρόντα, να αναλύουν τις σύγχρονες σφαίρες επιρροής.
Αρχαία ελληνική αποικία στη Ουκρανία, στην ανατολική όχθη του Δνείστερου (αρχ. Τύρας), κοντά στην Οδησσό. Σύμφωνα με το Στράβωνα, η πόλη βρισκόταν σε απόσταση 140 σταδίων από την ακτή. Aναφέρεται ως Νικόνιον, Νικόνεον ή Νικωνία. Η κατεστημένη αντίληψη θέλει το Νικώνιον αποικία της Μιλήτου. Στη νεότερη βιβλιογραφία η Ίστρος. Το Νικώνιον είχε ιδρυθεί στo δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ., σε άμεση σχέση με τη σημαντικότερη πόλη Τύρας, στο δυτικό άκρο του κόλπου όπου εκβάλλει ο Δνείστερος. Ήταν οι μοναδικές ελληνικές πόλεις στην περιοχή. Οι κάτοικοι της περιοχής αποκαλούνταν Τυρίται. Το Νικώνιον έχει ταυτιστεί με τον αρχαιολογικό χώρο κοντά στο χωριό Roksolanskoye gorodischche, στην περιοχή Οβινιαπόλ, που βρίσκεται στην αριστερή όχθη, πολύ κοντά στο μυχό του κόλπου όπου εξέβαλλε ο Τύρας.
Ή πόλη ιδρύθηκε σε έδαφος όπου δεν υπήρχε προηγούμενη κατοίκηση. Η πόλη έλεγχε έναν από τους σημαντικούς εμπορικούς άξονες της περιοχής: μέσω του Δνείστερου ποταμού μεταφέρονταν δούλοι, μέταλλα, γουναρικά και δέρματα, τα οποία αποκτούσαν οι έμποροι από τον Τύρα και το Νικώνιον και τα μεταπωλούσαν.
Στα μέσα περίπου του 5ου αι. π.Χ., η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Σκύθη βασιλιά Σκύλη, όπως συνάγεται από νομίσματα της εποχής. Αργότερα εντάχθηκε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, αναφέρεται στους καταλόγους των εισφορών της συμμαχίας για το έτος 425/424 π.Χ. Tον 4ο αι. π.Χ. η πόλη διατηρούσε την ανεξαρτησία της. Αρκετά από τα πολίσματα που περιβάλλουν το Νικώνιον, όπως το Nadlimanskoe III και IV, ή το Nikolaevska, είναι κτήσεις προσαρτημένες στην πόλη από την Αρχαϊκή έως την Ύστερη Κλασική περίοδο. To 331 π.Χ., το Νικώνιον καταστράφηκε από το Ζωπυρίωνα, το στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., επανιδρύθηκε από τον Τύρα, με την ενεργό συμμετοχή και υποστήριξη της Ίστρου, όπως μαρτυρούν οι νομισματικές πηγές. Αναφέρεται από τον Αρριανό το 2ο αιώνα ως «χωρίον». Η πόλη εγκαταλείφθηκε τον 3ο αιώνα για άγνωστη αιτία. Η πόλη ήταν τειχισμένη: Το τείχος, όπως έχει ανασκαφεί και ερευνηθεί στο βορειοδυτικό τμήμα του πλατώματος, χρονολογείται στην περίοδο 475-450 π.Χ. Τα σπίτια ήταν υπόσκαφα, στον χαρακτηριστικό τύπο της περιοχής: τα μεγαλύτερα αποτελούνταν από δύο δωμάτια, συνήθως όμως έχουμε να κάνουμε με μονόχωρες οικίες.
Το εμβαδόν τους κυμαινόταν από 11 έως 40 τ.μ. Ένα οικοδόμημα αποτελούμενο από δύο δωμάτια έχει χαρακτηριστεί ως χώρος λατρείας. Το πάνθεον της πόλης: λατρεύονταν η Δήμητρα και η Κόρη, ο Διόνυσος, η Αφροδίτη, η Κυβέλη, η Άρτεμη, ο Δίας και οι Ήρωες. Η λατρεία του Δία ήταν η σημαντικότερη: αρκετά ακιδογραφήματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. αναφέρουν το θεό. Μία φορά ο Δίας αναφέρεται ως βασιλεύς: τη λατρεία αυτή τη βρίσκουμε και στην Ολβία. Ευρήματα ειδωλίων περιλαμβάνουν τύπους της Αφροδίτης, της Άρτεμης, ένθρονες θεότητες, σατύρους και γυναικείες κεφαλές. Την αρχαϊκή και πρώιμη κλασική πόλη διαδέχεται η κλασική πόλη, που καταστράφηκε στο 331 π.Χ. από το Ζωπυρίωνα. Η θέση εγκαταλείπεται, στις αρχές του 3ου αι. π.Χ., έπειτα από μια καταστροφή, και οι κάτοικοι καταφεύγουν στην ισχυρή γειτονική πόλη, τον Τύρα.
Όμως, με τη βοήθεια του Αυτοκλή, γιου του Οινιάδος, και ενός Τυρίτη, οι κάτοικοι επέστρεψαν και επανίδρυσαν με επιτυχία την πόλη. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μαρτυρούν αδιάσπαστη συνέχεια και ευημερία της πόλης από τα μέσα του 5ου έως τον ύστερο 4ο αι. π.Χ. Στα ανατολικά του αρχαιολογικού χώρου ανασκάφηκε το 1972 το νεκροταφείο του Ύστερης Κλασικής και Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου. Το νεκροταφείο του οικισμού της Ρωμαϊκής περιόδου βρίσκεται πλησίον. Περιλαμβάνει και ταφές σκυθικού τύπου. Στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. η πόλη τειχίζεται εκ νέου και διατηρείται ως ένα μέτριου μεγέθους πόλισμα έως τον 3ο αιώνα, οπότε και εγκαταλείπεται. Η ρωμαϊκή πόλη ακμάζει: τα ευρήματα περιλαμβάνουν νομίσματα, αμφορείς και ερυθροβαφήκεραμική.
Η νομισματοκοπία του Νικωνίου είναι επαρκώς γνωστή. Η πόλη έκοψε χάλκινο νόμισμα το δεύτερο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., με μια γλαύκα στον εμπροσθότυπο και την επιγραφή ΣΚ, ΣΚΥ ή ΣΚΥΛ. Τον οπισθότυπο κοσμούσε τετράκτινος τροχός, δελφίνι ή αιχμή βέλους. Οι νομισματικοί αυτοί τύποι μιμούνται τους τύπους της Ολβίας και της Ίστρου, ενώ αποτελούν μαρτυρία για το γεγονός ότι ο Σκύθης βασιλιάς Σκύλης είχε επιβάλει την κυριαρχία του στην πόλη επί ένα διάστημα. Την ίδια εποχή συναντά στην πόλη και πληθώρα επείσακτων νομισμάτων από την Ίστρο, που αποδεικνύει τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ των δύο πόλεων. Την Ελληνιστική περίοδο στην περιοχή κυκλοφορούν και μακεδονικά νομίσματα.
Η Διοσκουριάς (Διοσκωρίας ή Διοσκουρίς) σχετίζεται με την πόλη Σοχούμ της Αμπχαζίας της Γεωργίας. Στα περίχωρα της σύγχρονης πόλης βρέθηκε ελληνικός οικισμός που πιστοποιείται από την ανεύρεση μιας ελληνικής επιτύμβιας στήλης και καύσεων νεκρών της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Διοσκουριάς ταυτίζεται με το Σοχούμ, άλλοι ότι βρίσκεται στο λιμάνι του και άλλοι ότι έχει καταβυθιστεί. Βρισκόταν στις εκβολές του ποταμού Ανθέμου, βόρεια της Κολχίδας, βορειοδυτικά του ποταμού Φάσιδος. Στην Aρχαιότητα, θεωρoύνταν ένα από τα ανατολικότερα σημεία του Εύξεινου Πόντου. Η πόλη συνδέεται με τους Αργοναύτες, αφού φαίνεται ότι πήρε την ονομασία της από τους Διόσκουρους, που έλαβαν μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Ενδέχεται να υπήρχε τοπική λατρεία των θεών. Έχει επίσης προταθεί, χωρίς πειστικά τεκμήρια, ότι οι γλωσσικές ρίζες της ονομασίας βρίσκονται σε ανάλογη τοπική λέξη, που δεν ήταν ελληνική. Η Διοσκουριάς ιδρύθηκε από τους Μιλήσιους (περίπου 540 π.Χ.) και υπήρξε σημαντικός εμπορικός κόμβος έως τον 3ο αιώνα μ.Χ. Κατά τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδο, φαίνεται ότι ταυτίζεται με τη ΣεβαστούποληΗ Διοσκουριάς ήταν αρχαία ελληνική αποικία, αλλά πιθανόν στην ίδια θέση υπήρχε ελληνικός εμπορικός σταθμός πολύ νωρίτερα. Την μεγαλύτερη ανάπτυξή της παρουσιάζει η πόλη τον 3ο αι. π.Χ., οπότε και παρατηρείται σύγκρουση μεταξύ γηγενών και του ελληνικού πληθυσμού. Στις αρχές του 1ου αι. π.Χ., ήταν μέρος του Βασιλείου του Πόντου και ο Μιθριδάτης Στ΄ τη χρησιμοποίησε για καταφύγιο στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους Ρωμαίους (66-65 π.Χ.), δεδομένου ότι η Διοσκουριάς είχε ταχθεί στο πλευρό του Μιθριδάτη κατά τον πόλεμο. Αυτός είναι και ο λόγος που απόκτησε την αυτονομία της, η οποία εκφράστηκε κυρίως στην κοπή ίδιων νομισμάτων. Με την πτώση του Μιθριδατικού Βασιλείου, οι Ρωμαίοι παραχώρησαν τη Διοσκουριάδα και την ευρύτερη περιοχή της Κολχίδας σε ντόπιους ηγεμόνες.
Οι βασιλείς Πολέμων Α΄ και Πολέμων Β΄, καθώς και η βασίλισσα Πυθοδωρίς, φαίνεται ότι είχαν υπό την κατοχή τους την περιοχή περίπου έως το 79 μ.Χ. Στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., βρισκόταν στην κυριαρχία των Ρωμαίων, οπότε και η πόλη μετονομαστηκε σε Σεβαστόπολη προς τιμήν του αυτοκράτορα Οκταβιανού. Πιθανόν ο έλεγχος του Ρωμαίου κυβερνήτη της Καππαδοκίας, του Αππιανού, να εκτεινόταν έως τη Διοσκουριάδα, η οποία είχε τείχος με τάφρο, τουλάχιστον την εποχή του αυτοκράτορα Αδριανού(117-138). Η εξουσία της Ρώμης εκτεινόταν και στις γύρω ημιάγριες και ημιαυτόνομες φυλές.
Η Διοσκουριάς ήταν ιδρυμένη στη γη της κολχικής φυλής των Σανίγων, οι βασιλείς των οποίων αντλούσαν την εξουσία τους από το Ρωμαίο αυτοκράτορα. Η πόλη υπήρχε και τη Βυζαντινή περίοδο.Ανασκαφές σε οικισμούς γύρω από το Σοχούμ έφεραν στο φως μεγάλο αριθμό κεραμικών, χρηστικών αντικειμένων, γεωργικών εργαλείων και όπλων. Ορισμένα είχαν κατασκευαστεί σε τοπικά εργαστήρια. Πολλοί αμφορείς φέρουν στις λαβές τους τη σφραγίδα ΔΙΟΣ-ΚΟΥ, μια συντομογραφία του «Διοσκουριάς» (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Οι αμφορείς έχουν εμφανείς επιρροές από τη Σινώπη και την Ηράκλεια και θεωρείται ότι η παραγωγή τους ήταν αποτέλεσμα της ελληνικής επιρροής στην οικονομία και την τέχνη του ανατολικού Εύξεινου Πόντου. Κάποια άλλα από τα αρχαιολογικά ευρήματα ήταν εισαγόμενα προϊόντα από την Αθήνα, τη Θάσο (5ος-4ος αι. π.Χ.) και τη Χίο. Τα ελληνικά αντικείμενα καθώς και νομισματικά ευρήματα υποδηλώνουν την ύπαρξη στενών σχέσεων μεταξύ της πόλης και του ελλαδικού χώρου.
Οι περιοχές του Αιγαίου επί αιώνες προμηθεύονταν από τον Εύξεινο Πόντο τρόφιμα και σκλάβους καθώς και ορισμένα ανατολίτικα προϊόντα που έρχονταν με καραβάνια από την Ασία στον Εύξεινο Πόντο. Ο δρόμος του Καυκάσου από την ενδοχώρα τελείωνε στις πόλεις Φάσις και Διοσκουριάς. Παράλληλα, όμως, ήταν και ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο για τις γειτονικές φυλές του Καυκάσου. Ενδεικτικό της σημασίας της πόλης ως εμπορικού κέντρου για πολλές εθνότητες ήταν οι εβδομήντα κατ’ άλλους τριακόσιες ή εκατόν τριάντα διαφορετικές γλώσσες που ακούγονταν στην αγορά της.