«Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο Ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα». Το κοινό στα όραμα όλων ήταν η Παναγία. Τρεις ξεχωριστές συγκλονιστικές αφηγήσεις.
Στο μέτωπο ο ελληνικός στρατός έβλεπε το εξής όραμα με την Παναγία: «Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπερμάχος Στρατηγός».
Γράμμα από τη Μόροβα
Ὁ Τάσος Ῥηγόπουλος, στρατευμένος στήν Ἀλβανία το 1940, ἔστειλε ἀπό το μέτωπο παρακάτω γράμμα στόν αδελφό του.
«Ἀδελφέ μου Νίκο.
Σοῦ γράφω ἀπὸ μιά ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Ἡ φύσῃ τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δέν εἶναι νά σοῦ περιγράψω τα θέλγητρα μιᾶς χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγιο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νά σοῦ μεταδώσω αὐτό πού ἔζησα, που το ειδα με τα μάτια μου καί πού φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας το από άλλους δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για το οχυρά της Μόροβας σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων, μια μηλή μαυροφόρα έστεκε ἀκινήτη.
– Τις εἶ; Μίλα…
Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε:
– Τις εἶ;
Τότε, σὰν νά μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Ἐκείνη ὄρμησε ἐμπρὸς σὰν νά εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νά μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλοκλήρη ἑβδομάδα παλαίψαμε σκληρά, γιά νά καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.
Ὑπογραμμίζω πώς ἡ ἐπίθεση μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς στήν ἀλλαγή τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμηματα εἶχαν τραβηχθεῖ πίσῳ καὶ τὰ καινουργία… κοιμόνταν! Τό τί ἔπαθαν δέν περιγράφεται. Ἐκείνη ὀρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ῥοβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἠ Υπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».
Θαῦμα στό Μπούμπεση
Ἕνα ζωντανό θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στόν Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχῃ Πετράκη, στήν κορυφογραμή τοῦ Ῥοντένη, δεξιὰ τῆς θρυλικῆς Κλεισούρας.
Κάθε βραδύ, ἀπό τίς 22-1-41 και ἔπειτα, στίς 9.20 ἀκριβῶς, το Βαρύ Ἰταλιό πυροβολικό ἄρχιζε βολή ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἂπ’ ὄπου περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στίς Ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐντοπίσουν τὰ Ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰταλοὶ κάθε βραδὺ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπολύτη ἀνάγκη νά ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν Ἰταλικῶν κανονιῶν.
— Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στό βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο.
Σιγά-σιγά σχηματισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἂπ’ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τή μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νά γέρνει πρὸς τή γή καὶ στάθηκε σ’ ἕνα φάραγγι, ἀνάμεσα σὲ δύο ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στό τάγμα καὶ ῥίγησαν.
— Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
— Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιά τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. Οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.
Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστής
Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στόν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:
«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στό τάγμα τῆς Κορέας. Δέν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στή δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων πού κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρωνονταν στήν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατρίχιαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρὸ τους, γιά νά μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦσαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μιά νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα.
Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τήν διμοιρίᾳ μου εἶχα καταλάβει μιά πλαγιά σὲ ὕψωμα κοντὰ στόν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στό ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτῃ Σταῦρο Ἀδαμάκο. Ὅταν ῥόδιζε ἡ αὐγή, ὁπότε δέν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο πού μὲ συνετάραξε:
Μία γυναῖκα στά μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ῥωτᾶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στον ὦμο μου:
– Θέλεις νά βρίσκομαι κοντὰ σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μιΆ βαθειά ἀγαλλίαση.
– Καὶ ποία εἶσαι σύ; τήν ῥώτησα.
Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:
– Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;
– Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νά βρίζω μιά ἄγνωστή μου;
– Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὄλους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατὶ δέν πηγαίνετε στό Πουσάν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔχουν ταφεῖ ἐκεῖ;
Μ’ αὐτὴ τή φράσῃ ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.
– Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογγοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στόν ὕπνο σου.
Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πώς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τοῦ Πουσάν.
Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά. ξαναβλέπω τή γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.
— Ἀδαμάκο! βάζω μιά φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τή βλέπεις;
Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά μὲ καθησυχάσει, ἀλλά πού ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ τή γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μοῦ εἶπε:
– Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλά θέλω ἀπὸ σένα νά μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στίς δυσκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.
Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νά φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἀφάντη. Ἔκλαψα τότε ἂπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγώ πού δέν εἶχα κλάψει ποτὲ στή ζωή μου».
Ὁ Ν. Ντραμουντανὸς διηγεῖται μιά θαυμαστὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νά καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα γιά προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στά βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νά πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δύο μεροόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δύο μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στό σακκίδιό του γιά μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δέν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καί τίς καταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τή δίψα μας τή σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μᾶς θέριζε. Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθικὸ μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύσῃ ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι«ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἂπ’ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στό ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύρω του:
— Παλληκάρια μου! εἶπε. Στήν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τή μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, νά μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στά γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλεσαμε θερμά. Δέν προλάβαμε νά σηκωθοῦμε κι ἀκουύσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὄπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δέν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νά πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῶο χωρὶς ὁδηγὸ νά περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγώτερο — ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλαβαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῶο εἶχε πάνω του μία ὁλοκλήρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.
Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στόν πολεμο. Ἀλλ’ αὐτή μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δέν εἶχε διεξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».