Η Ιλιάδα, το κατ’ εξοχήν έπος του Τρωικού πολέμου, αποτελεί μια επική αφήγηση 52 ημερών του δέκατου έτους του πολέμου, όταν οι Έλληνες αφού κατάκτησαν τις γύρω περιοχές, πολιορκούν στενότερα την Τροία.
Περιλαμβάνει κρίσιμες μέρες μαχών και νύχτες και μια σειρά μονομαχιών, που φαίνεται πως ήταν και η κύρια πολεμική τακτική των αντιμαχόμενων μερών.
Άλλες απ’ αυτές ολοκληρώνονται, άλλες είναι αμφίρροπες ή ματαιώνονται “μεταφυσικά”.
Η μονομανία μεταξύ του Πάρη και του Μενέλαου (ραψ.Γ), δεν είχε αδιαμφισβήτητο νικητή, λόγω θεϊκής παρέμβασης, της Αφροδίτης, που εξαφανίζει μέσα σε σύννεφο τον αγαπημένο της Πάρη.
Άλλη μονομαχία, στη ραψωδία Ζ, είναι αυτή του Διομήδη και του Γλαύκου, που δεν πραγματοποιείται, όταν στην καυχησιολογία για τη γενιά τους ανακαλύπτεται μια φιλική σχέση των παππούδων τους, την οποία και θεωρούν θείο κληροδότημα!
Η μονομαχία σταματά και μέσα στη λάβρα του πολέμου ανταλλάσσουν δώρα από την αρματωσιά τους. Άστραψε η ειρήνη αντί για το πολεμικό πυρ και μαλάκωσε ο πόλεμος.
Οι μονομάχοι του ομηρικού έπους, κυριευμένοι από τον οίστρο της μάχης, έτοιμοι να αλληλοσκοτωθούν, ξεπεζεύουν από τα άλογά τους, καρφώνουν στο χώμα τα ακόντιά τους, δίνουν σαν αδελφικοί φίλοι τα χέρια και ανανεώνουν την πίστη τους στην πατροπαράδοτη φιλία με μια συμπεριφορά ξένη προς τον πόλεμο.
Ανταλλάσσουν τα όπλα τους, κάτω από τα βλέμματα των αντιμαχόμενων μερών, και συμφωνούν να μην έλθουν ξανά αντιμέτωποι σε καμία από τις μάχες του πολέμου, αλλά την πολεμική τους ορμή να τη στρέφουν σε άλλους αντιπάλους!
Κι αυτό ήταν ένα θαύμα του ιερού θεσμού της φιλοξενίας!
Στη ραψωδία Η ο Έκτορας πρότεινε να λυθεί ο πόλεμος με μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και σε όποιον πολεμιστή διάλεγαν οι Αχαιοί.
Στην πρόκληση ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος, αλλά τον συγκράτησε ο αδελφός του Αγαμέμνονας.
Ανάμεσα στους άλλους εννέα που προθυμοποιήθηκαν να μονομαχήσουν (Αγαμέμνων, Τυδείδης Διομήδης, οι Αίαντες, Ιδομενέας, Μυριόνης, Ευρύπυλος, Θόας, Οδυσσέας) επιλέγεται με κλήρο ο Αίαντας από τη Σαλαμίνα.
Αλλά επειδή η μονομαχία δεν κατέληγε σε κάποιον νικητή και έδειχνε ισοπαλία, μετά από μεσολάβηση των κηρύκων Ιδαίου και Ταλθύβιου, ο Αίαντας και ο Έκτορας σταματούν να μάχονται, γιατί έπεσε η νύχτα.
Οι δύο αντίπαλοι θαύμασαν το σθένος, την ικανότητα και την ανδρεία ο ένας του άλλου και αντάλλαξαν μεταξύ τους δώρα, κάτι που συνηθιζόταν στο τέλος μιας ισόπαλης μονομαχίας:
“Πλακώνει η νύχτα, ας γένει η χάρη της· καλό να την ακούμε.
Γύρισε τώρα στα πλεούμενα, τους Αχαιούς να φράνεις,
κι απ’ όλους πιο πολύ τους φίλους σου, τα συμπαλίκαρά σου·
κι εγώ στου ρήγα Πρίαμου φτάνοντας το μέγα κάστρο απάνω
τους Τρώες θα φράνω, τις Τρωαδίτισσες τις μεγαλομαντούσες,
που σε όλων των θεών τη σύναξη δοξολογία θα κάνουν.
Μόν’ έλα, δώρα συναλλήλως μας ν’ αλλάξουμε πανώρια, τούτα για μας κανένας κάποτε για Τρώας να πει για Αργίτης:
“Εκείνοι οι δυο τους και πολέμησαν σε καρδιοφάουσα αμάχη,
και πάλε πριν χωρίσουν μόνιασαν και φύγαν φιλιωμένοι.”»
Είπε, και παίρνει ασημοκάρφωτο σπαθί και του χαρίζει
μες στο θηκάρι του, που εκρέμουνταν από λουρί πανώριο.
Κι ο Αίας ζουνάρι λαμπροπόρφυρο στον Έχτορα χαρίζει.
Κι ως εχωρίσαν, τούτος τράβηξε για τους Αργίτες πίσω..”
Το δώρο σπαθί του Έκτορα, τραγική ειρωνεία, το χρησιμοποίησε ο Αίαντας στην αυτοκτονία του.
Τη ζώνη του Αίαντα χρησιμοποίησε αργότερα ο Αχιλλέας, όταν έσυρε νεκρό τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας και τον τάφο του Πατρόκλου.
Η Ιλιάδα, τελειώνει με την πυρά της σορού του Έκτορα, τον οποίο σκότωσε ο Αχιλλέας.
Το πάρσιμο της Τροίας είναι πια θέμα χρόνου…