Ο Γεώργιος Τσολάκογλου από την στιγμή που ανέλαβε κατοχικός πρωθυπουργός φρόντισε να καταδιώξει τους Μεταξικούς. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο αρχιστράτηγος του 1940-41 αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος.
Με εντολή του Τσολάκογλου συντάχθηκε η διαβόητη «έκθεση Καθενιώτη». Βασική κατηγορία που αποδόθηκε στον Παπάγο ήταν ότι «δεν ημπόδισε την κήρυξιν του πολέμου κατά του άξονος, τον οποίον άλλωστε χείριστα οργάνωσε»… Αργότερα, σε μια κίνηση προσέγγισης του Παπάγου, ο Τσολάκογλου σκέφτηκε να του δώσει τιμητική σύνταξη. Όμως ο Παπάγος αρνήθηκε να δεχτεί το οτιδήποτε.
Οργάνωση και σύλληψη
Ο Παπάγος παρέμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1943. Όταν η επιτήρηση χαλάρωσε, στις 20 Μαΐου 1943, ο Παπάγος κάλεσε στο σπίτι του τους αντιστρατήγους Ιωάννη Πιτσίκα, Δημήτριο Παπαδόπουλο, Παναγιώτη Δέδε, Γεώργιο Κοσμά, Μάρκο Δράκο και Κωνσταντίνο Μπακόπουλο, όλοι τους με πλούσια δράση το 1940-41.
Όλοι πήγαν εκτός του Δράκου, λόγω προσωπικού προβλήματος. Αλλά και αυτός υπέγραψε, αργότερα, την ιδρυτική πράξη της οργάνωσης «Στρατιωτική Ιεραρχία» που ίδρυσαν.
Η οργάνωση απέκτησε επαφή και με άλλους αξιωματικούς και άρχισε να αναπτύσσεται. Οι αντιστράτηγοι συγκεντρώνονταν κάθε 8 – 10 ημέρες. Όμως, όπως αναφέρει ο αντιστράτηγος Μπακόπουλος, οι Γερμανοί πληροφορήθηκαν τα συμβαίνοντα από «τινές κακούς Έλληνας». Έτσι στις 25 Ιουλίου 1943, στις 05.30 το πρωί, πέντε αντιστράτηγοι συνελήφθησαν σε παράλληλες επιχειρήσεις των Γερμανών.
Στη Γερμανία
Αφού τους οδήγησαν στο αρχηγείο της GESTAPO, έκαναν έρευνες στα σπίτια τους. Τελικά συνελήφθησαν οι Παπάγος, Μπακόπουλος, Πιτσίκας, Δέδες και Κοσμάς. Οι Έλληνες αντιστράτηγοι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Βοημία, στην κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία, στο Κενιγκστάιν, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για ανωτάτους αιχμαλώτους στρατιωτικούς. Εκεί κρατούνταν 45 Γάλλοι και πέντε Ολλανδοί ανώτατοι αξιωματικοί.
Στις 21 Σεπτεμβρίου όμως οι Έλληνες στρατηγοί μεταφέρθηκαν από εκεί στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Σαξενχάουζεν στο Οράνιεμπουργκ του Βερολίνου. Εκεί οδηγούνταν οι «επικίνδυνοι» αιχμάλωτοι. Εκεί κρατείτο και ο Αυστριακός πρώην καγκελάριος Σούσινγκ, μαζί με Σοβιετικούς, Πολωνούς και Βρετανούς αξιωματικούς.
Στις 28 Οκτωβρίου όμως οι έγκλειστοι και ισχυρά φρουρούμενοι Έλληνες (τους φρουρούσε μια ολόκληρη διμοιρία SS) αποφάσισαν να γιορτάσουν την ιστορική επέτειο με λίγες σοκολάτες και ελάχιστο κρασί που βρήκαν δωροδοκώντας ένας φρουρό.
Ο δεκανέας, ο στρατιώτης και ο Παπάγος μάγειρος
Τον Νοέμβριο, με αίτημα του Παπάγου, δύο Έλληνες αιχμάλωτοι των Ιταλών, ο πειραιώτης δεκανέας Νικόλαος Γρίβας και ο εξ Αθηνών στρατιώτης Βασίλειος Δημητρίου, που στάλθηκαν στον ίδιο θάλαμο με τους στρατηγούς. Με την βοήθεια του Γρίβα, ο Παπάγος μαγείρευε από τα τρόφιμα που έστελνε ο Ερυθρός Σταυρός, προς ενίσχυση του πενιχρού συσσιτίου. H μόνη διασκέδαση των Ελλήνων ήταν οι βομβαρδισμοί του Βερολίνου από την βρετανική αεροπορία…
Η ζωή κυλούσε δύσκολα στο στρατόπεδο. Στις 6 Ιουνίου 1944 οι Έλληνες πληροφορήθηκαν την απόβαση στη Νορμανδία με ικανοποίηση. Η περιπέτειά τους όμως θα αργούσε ακόμα να τελειώσει. Αργότερα πληροφορήθηκαν την απελευθέρωση της πατρίδας, αλλά και το Δεκεμβριανό κίνημα, αλλά και με ανησυχία πληροφορήθηκαν την ίδρυση «μακεδονικού κράτους» με πρωτεύουσα τα Σκόπια, από τον Τίτο, αντιλαμβανόμενοι, ήδη ΤΟΤΕ, τι αυτό σήμαινε.
Από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και ελευθερία…
Στις 25 Μαρτίου 1945 οι Έλληνες γιόρτασαν την εθνική επέτειο. Στις αρχές Απριλίου όμως οι Έλληνες μεταφέρθηκαν αρχικά στο στρατόπεδο του Φλόσελμπουργκ, κατόπιν στο διαβόητο Νταχάου και τέλος στο Ίνσμπρουκ στην Αυστρία. Σε αυτό το φριχτό στρατόπεδο συνάντησαν άλλους τρεις Έλληνες κρατουμένους, τους Σωφρονόπουλο, Βάσσο και Ορφανογιάννη, σε άθλια κατάσταση. Δυστυχώς και οι στρατηγοί ήταν νηστικοί και δεν είχαν να τους προσφέρουν τίποτα.
Αργότερα μεταφέρθηκαν στο Τυρόλο. Μόνο στις 30 Απριλίου οι Γερμανοί φρουροί χαλάρωσαν την στάση τους, έχοντας μάθει και την αυτοκτονία του Χίτλερ. Στις 4 Μαΐου ήρθε επιτέλους η απελευθέρωση από αμερικανικά στρατεύματα. Δέκα ημέρες αργότερα η μικρή ομάδα των επτά Ελλήνων επέστρεψε στην πατρίδα…