Γράφει ο Σωτήρης Λ. Δημητρίου
Η ιστορία της πατρίδα μας είναι γεμάτη από θυσίες για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση. Λαός που ήθελε πάντα την ειρήνη και την δημιουργία, από αρχαιοτάτων χρόνων. Και πάντα δημιουργούσε, Τέχνες, Γράμματα, Πολιτισμό. Όλα τα παραπάνω όμως ήταν το δέλεαρ, άλλων λαών για την αρπαγή. Το καθήκον της προάσπισης της πατρίδας, έφερνε τους Έλληνες ενωμένους και έτοιμους για τον «υπέρ πάντων αγώνα».
Σήμερα το να είμαστε Έλληνες πρέπει να το αποδεικνύουμε με την στάση ζωής κάθε μέρα και όχι ξαπλωμένοι στις δάφνες να επαναπαυόμαστε επάνω στις θυσίες των προγόνων μας.
Και διαχρονικά, οι κάθε λογής εξουσίες, να μην οδηγούν την πατρίδα σε επικίνδυνες ατραπούς και τους Έλληνες, στην εξαθλίωση και στην στέρηση των αξιών τους.
Για χιλιάδες χρόνια η πατρίδα μας δεν θεώρησε δεδομένη την ελευθερία, αλλά διαρκώς έγραφε ιστορία βουτώντας την πέννα στο αίμα των παιδιών της, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούσε: Τέχνες, Γράμματα, Πολιτισμό.
Διανύοντας μία βάρβαρη οπισθοδρόμηση από πλιατσικολόγους κατακτητές φτάσαμε στα νεώτερα χρόνια της ιστορίας μας και τα βαριά μας βήματα, μας οδηγούν στα κάστρα της λευτεριάς της πατρίδας μας. Έτσι φτάνουμε και στο Σούλι.
Μερικοί υπόδουλοι από χωριά κυρίως της Θεσπρωτίας και του κάμπου του Φαναρίου Πρεβέζης αλλά και κάποιοι λίγοι ακόμα από την υπόλοιπη Ήπειρο, μη αντέχοντας την σκλαβιά και τις συνέπειες της σκλαβιάς και τους εξευτελισμούς, ανέβηκαν κάποια χρόνια πριν το 1.700 στα Κασσωπαία όρη και δημιούργησαν τους οικισμούς, κυρίως το Σούλι, την Κιάφα και την Σαμονίβα, με την γνωστή στο Πανελλήνιο και όχι μόνο, ιστορία.
Oι Σουλιώτες μαχητές της ελευθερίας πολέμησαν αψηφώντας τον κίνδυνο για την προάσπιση των ιδανικών τους. Με την ιαχή τους: «Ω ντέρα, ω μπούρα, μπι τάα… τρίμα», έκαναν γιουρούσια και είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των τουρκαλβανών, που πάντα ήσαν υπεράριθμοι. Συνήθως ένας προς δέκα. Και θυσιάστηκαν για τα ιδανικά τους, κατά την διάρκεια ολόκληρου του αγώνα…
Αποδεκατίστηκαν και κατέληξαν να μείνουν στο τέλος του αγώνα κάποιες εκατοντάδες, μας λένε οι ιστορικοί μας. Πολεμούσαν γυναίκες άντρες, ενώ τα αγόρια, εκπαιδεύονταν στα όπλα από τα επτά τους χρόνια και από τα δέκα κρατούσαν καριοφίλι στην μάχη τις περισσότερες φορές και λογίζονταν ως άντρες.
Τα βαριά βήματά μας, μας έφεραν σήμερα και σε τούτο εδώ το θυσιαστήριο, στο Σέλτσο. Στο μεγαλύτερο θυσιαστήριο των Σουλιωτών στο φεύγα τους από τον αγαπημένο τους τόπο, το Σούλι.
Οι Σουλιώτες μη έχοντας να φάνε και εξασθενημένοι από αρρώστιες και κακουχίες, πέτυχαν μία αξιοπρεπή συνθηκολό-γηση στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 και εγκαταλείπουν ανά τμήματα το Σούλι. Μετά την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης που δεν ήταν άλλη από το εκκλησάκι της Αγ. Παρασκευής στο Κούγκι, ο Αλή πασάς βρήκε την αφορμή ότι καταπατήθηκε η συμφωνία της συνθηκολόγησης που είχαν υπογράψει οι Σουλιώτες, να παραδώσουν δηλαδή τα πυρομαχικά.
Η πρώτη ομάδα υπό τον Φώτο Τζαβέλλα και τον Δήμο Δράκο, περί τους 2.000 έφτανε στην Πάργα.
Δύο ακόμη ομάδες υπό τον Κίτσο Μπότσαρη και τον γέρο Κουτσονίκα κινήθηκαν προς το Ζάλογγο με σκοπό ένα τμήμα τους να εγκατασταθεί στην Λάμαρη, στον κάμπο του Λούρου και Ζαλόγγου ενώ το πιο πολυάριθμο τμήμα, όταν φτάσει εκεί να συνεχίσει για το Βουλγαρέλι, όπου από το 1800 είχε εγκατασταθεί η οικογένεια των Μποτσαραίων, εγκαταλείποντας το Σούλι ως αντάλλαγμα με το αρματολίκι των Τζουμέρκων.
Οι οικογένειες που κατέφυγαν στο Ζάλογγο, αντιμετώπισαν και πάλι την μανία των τουρκαλβανών του Αλή. Στο Ζάλογγο γκρεμίστηκαν για να μην πέσουν στα χέρια των τουρκαλβανών 22 γυναίκες και 6 άντρες από το ψηλότερο σημείο, αφού πρώτα οι μανάδες πέταξαν τα μικρά παιδιά τους, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών.
Μετά την μάχη του Ζαλόγγου ο Αλή πασάς έστειλε 500 στρατιώτες για να συλλάβουν 23 οικογένειες Σουλιωτών που μένανε στην Ρηνιάσα. Οι Τουρκαλβανοί μπήκαν στο χωριό και άρχισαν να σκοτώνουν και να αιχμαλωτίζουν. Μια Σουλιώτισσα η Δέσπω Σέχου μάζεψε όλη την φαμίλια της στου Δημουλά τον πύργο κι άνοιξε πόλεμο με τους τουρκαλβανούς. Όταν κινδύνεψαν να σκλαβωθούν, έβαλε φωτιά στην μπαρουταποθήκη και γκρεμίστηκε ο πύργος μαζί με τα 11 άτομα της οικογένειας, που ήταν μέσα.
Η ώρα της μεγάλης θυσίας στο Σέλτσο
Τέλη Δεκέμβρη του 1803 κίνησαν από το Βουργαρέλι για την Βρεστενίτσα 1.148 Σουλιώτες άντρες και γυναικόπαιδα με αρχηγούς Κίτσο και Νότη Μπότσαρη.
Ο Κίτσος Μπότσαρης θεώρησε ότι θα αμυνόταν εκ του ασφαλούς από την μονή του Σέλτσου, επειδή αποτελούσε φυσικό οχυρό. Το λάθος του όμως ήταν ότι δεν έλαβε υπ’ όψιν πως δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής, όπως απαιτεί η τακτική του πολέμου.
Όλο το χειμώνα έμειναν αποκλεισμένοι στο Σέλτσο, με λιγοστά τρόφιμα και πολεμοφόδια που τους προμήθευαν κρυφά, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών του Λιάσκοβου και της Βρεστένιτσας.
Στις 21 Απρίλη του 1804 μετά από τρίμηνη πολιορκία και προδοσία του Γιώργου Κύργιου, ανιψιού του Ζίκου Μίχου (του είχε υποσχεθεί ο Αλή πασάς το αρματολίκι της Λάκκας εάν τους βοηθούσε να πάρουν το μοναστήρι) μία ομάδα από 3.000 Τουρκαλβανούς και άλλους 1.200 εφεδρικούς Αλβανούς εξουδετέρωσε την αντίσταση του Φυλακίου «Προφήτης Ηλίας» που βρισκόταν πάνω από την μονή του Σέλτσου και εισέβαλε στο χώρο του μοναστηριού.
Οι Σουλιώτες χωρίς εφόδια, νηστικοί και κυκλωμένοι θέλουν έξοδο ή ηρωικό θάνατο. Με τα γιαταγάνια στα χέρια «300 ακάλυπτοι σαρώνουν το παν πλην γέφυρας Κοράκου», γράφει χαρακτηριστικά ο Πουκεβίλ. Ο Νότης Μπότσαρης πέφτει με πέντε πληγές και συλλαμβάνεται αιχμάλωτος, ενώ σχεδόν όλοι οι άνδρες φονεύονται. Άλλοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ ο Κίτσος μαζί με τον 13χρονο Μάρκο και 10 Σουλιώτες γλίτωσαν της σφαγής μέσα σε μια σπηλιά.
Και οι Σουλιώτισσες!
Το τελευταίο τραγικό φιλί της μάνας ασπασμός θανάτου. Γλυκό φιλί φρικτού αποχωρισμού. Όλεθρος, οδύνη και αυλαία θανάτου. Οι τουρκαλβανοί, εκείνα τα αιμοβόρα και άθλια κτήνη, για το μόνο που ενδιαφερόντουσαν, ήταν το πώς θα γέμιζαν το χαρέμι του Αλή με καινούργιο «πεσκέσι». Ούτε νεκρές δεν είχαν την χαρά να τις δουν. Και τα παιδιά τους, δεν θα τα άφηναν στο σφαγείο του Αλή. Ούτε να γίνουν ευνούχοι ή γενίτσαροι. Τα πήραν μαζί τους στον δρόμο της θυσίας και της αιωνιότητας. Στα παγωμένα νερά του Αχελώου. Καλύτερα σε έναν υπερήφανο και έντιμο θάνατο, παρά σε μια ντροπιασμένη ζωή. Κυνηγημένες οι 250 και πλέον τον αριθμό , γυναίκες, μάνες και παιδιά όπως ήταν φώναξαν όλες μαζί «θάνατος» και όρμισαν χωρίς δεύτερη σκέψη, από τον «Πέτακα» προς το απύθμενο βάραθρο της Γκούρας πίσω από τη Μονή σχεδόν τρέχοντας, λες και θα πηδούσαν απέναντι ένα μικρό ρέμα. Στο μεγαλύτερο και τραγικότερο άλμα της ζωής και του θανάτου. Στο άλμα της υπερηφάνειας και της αιωνιότητας. Αφήνοντας άφωνα τα αιμοβόρα κτήνη, τους Τουρκαλβανούς του Αλή Πασά Τεπελένα.
Στην φονικότατη αυτή μάχη σκοτώθηκαν μεταξύ άλλων, ο Νέστωρ γέρο Κουτσονίκας με τους δυο γιους του Αθανάσιο και Ιωάννη, ο Γούση Μπούσμπος (πατέρας του ήρωα Πήλιο Γούση) και πολλοί άλλοι εκ των προκρίτων.
Υπέστησαν πραγματική γενοκτονία οι Μποτσαραίοι και οι Κουτσονικαίοι στο Σέλτσο, και οι λοιποί Σουλιώτες που ήσαν στην μάχη του Σέλτσου. Αφού από τους 1.480 διασώθηκαν μόνο 80!
Ο Κίτσο Μπότσαρης κατάφερε να «σπάσει» ανάμεσα από τις εχθρικές φάλαγγες και να μεταβεί στα Επτάνησα.
Σε μια μέρα χάθηκαν τρεις γενιές Μποτσαραίων, Κουτσονικαίων μαζί και όχι μόνο.
Τον δραματικό επίλογο περιγράφει Λακωνικά και με ουσιώδης φράσεις ο Λάμπρος Κουτσονίκας, εγγονός του γέρο Κουτσονίκα στην «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» Τόμος Α΄ του 1863 σελ. 103.«Ούτω λοιπόν απεξενώθησαν οι Σουλιώται της φιλτάτης αυτών πατρίδος, την οποίαν εξ’ αμνημονεύτων αιώνων δια ποταμών αιμάτων υπερασπίσθησαν παλαίοντες μετά πολλών Σατραπών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από την αρχή της εν Ηπείρω εισβολής αυτών, μετά την οποίαν αι γενόμεναι μάχαι ολίγαι μόνο εισί γνωσταί αι σημειωθείσαι εν τη παρούσει ιστορία, μέχρι της ελεύσεως του Αλή πασά, ώστις ερρέθη δι’ όλων των πονηρών μέσων αυτού, ηδυνήθη να τους αποξενώσει της πατρίδος των.
Ήταν μία ακόμη θυσία που η Τιμή και η Δόξα, ανταμώνουν με την ιστορία. Σφίγγουν τα χείλη να μη κλάψουν και υποκλίνονται βαθιά και αμέσως μετά ορθώνουν το ανάστημα και ατενίζουν μακριά το μέλλον αφήνοντας ίσως, ένα διαμάντι να φύγει από τα βουρκωμένα μάτια τους, χωρίς καθόλου να κλάψουν.