Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
Οι μέρες του καλοκαιριού του 1913 για την περιοχή της Αλεξανδρούπολης, που ακόμα ονομάζονταν Δεδέαγατς, είχαν ταχύτατες εναλλαγές συναισθημάτων, για τους κατοίκους του, που προκαλούσαν ίλιγγο και απελπισία.
Υπήρξε πρώτα η χαρά της απελευθέρωσης από τον Τουρκικό ζυγό το 1912, αλλά από τα Βουλγαρικά στρατεύματα, που όμως τότε ήταν συμμαχικά με την Ελλάδα. Γρήγορα όμως οι βαρβαρότητες των Βουλγάρων στρατιωτών προς τους Έλληνες, μετέβαλαν τη χαρά σε απελπισία. Τα γεγονότα εξελίσσονταν πολύ γρήγορα. Το καλοκαίρι του 1913 βρήκε τους πρώην συμμάχους να αντιμάχονται στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, με τους Έλληνες να νικάνε τους Βουλγάρους σε όλα τα πεδία των μαχών και να απελευθερώνουν τις περιοχές, που ήταν ελληνικές και αλύτρωτες.
Όμως οι ανταγωνισμοί των Μεγάλων Δυνάμεων και τα συμφέροντά τους που διακυβεύονταν οδήγησαν τα γεγονότα σε νέες δυσάρεστες εξελίξεις.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που συνεδρίαζαν στο Βουκουρέστι για να επιτευχθεί ειρήνη στα Βαλκάνια, άρχισαν να σκέφτονται να παραχωρήσουν την Δυτική Θράκη στην ηττημένη Βουλγαρία. Οι πληροφορίες, που έφταναν ήταν ανησυχητικές. Ήδη οι κάτοικοι της περιοχής είχαν δοκιμάσει την πρώτη Βουλγαρική κατοχή, από τα τέλη του Οκτωβρίου 1912 όταν οι Βούλγαροι κατανικώντας τους Τούρκους είχαν καταλάβει τη Θράκη και την Δυτική και μεγάλο μέρος της Ανατολικής με την Αδριανούπολη. Βέβαια τον Ιούλιο του 1913 τη Δυτική Θράκη απελευθέρωσαν οι ελληνικές δυνάμεις. Τα συναισθήματα εναλλάσσονταν… Όμως τα πράγματα ανατρέπονταν με όσα συζητούσαν οι Μεγάλοι στο Βουκουρέστι…. Στη Δυτική Θράκη οι κάτοικοι γνώριζαν με ποιο δυνάστη είχαν να κάνουν, αφού η πρώτη Βουλγαρική κατοχή είχε συνδυασθεί με όργια είς βάρος του Ελληνισμού.
Οι διαδόσεις και οι ανεπίσημες πληροφορίες είχαν αναστατώσει τους κατοίκους του Δεδέαγατς. Οι μνήμες ήταν νωπές. Και ο τρόμος, δεν είχε ξεχαστεί. Έτσι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν πάνδημο συλλαλητήριο στις 22 Ιουλίου 1913 με τη συμμετοχή όλων των κοινοτήτων που διαβιούσαν εκεί. Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι και Αρμένιοι αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας συγκεντρώθηκε μεγάλο πλήθος στην παραλία, δίπλα στο δημόσιο κήπο για να εκφράσει τις ανησυχίες του.
Την οργανωτική επιτροπή εκείνου του συλλαλητηρίου αποτελούσαν οι Σ. Κομνηνίδης, Δ. Μαντσίδης, Χότζα Ισμαήλ Εφέντης. Χ. Λεονταρίδης, Εμίν Εφέντης, Κ. Παπαθανασίου, Αλεξάν Εξερτζιάν και Νεσίμ Γιούντα.
“Να ζήσωμεν υπό την Ελληνικήν σημαίαν…”
Πρώτος ομιλητής του συλλαλητηρίου ήταν ο Δ. Μαντσίδης, ο οποίος εξήγησε, γιατί πραγματοποιείται το συλλαλητήριο και τόνισε μεταξύ άλλων:
“Η σημαία της Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς και της Α γ ά π η ς, κυματίζει υπεράνω ημών, εγγύησις πλήρης του νέου βίου, τον οποίον καλούμεθα να ζήσωμεν και να απολαύσωμεν ως α δ ε λ φ ο ί. Εν τούτοις του τόπου μας η τύχη δεν απεφασίσθη ακόμη παρά των ισχυρών της γης. Ας τους παρακαλέσωμεν να λάβωσιν υπ’ όψιν την αμετάτρεπτον θέλησιν μας ήτις και είναι και η μόνη. Να ζήσωμεν υπό την Ελληνικήν σημαίαν, διότι Βουλγαρικήν κατάκτησιν δεν θα ανεχθώμεν”.
Ο λόγος του Μαντσίδη έγινε δεκτός από τους συγκεντρωμένους με παταγώδη χειροκροτήματα.
Αμέσως μετά ανέβηκε στο βήμα ο Οθωμανός Εμίν Εφέντης, ό οποίος μιλώντας τουρκικά, εξέφρασε ταυτόσημες απόψεις με τον Μαντσίδη.
Το ιστορικό ψήφισμα
Στη συνέχεια διαβάστηκε το κείμενο του ψηφίσματος, που έγινε δεκτό από το συγκεντρωμένο πλήθος και περιλάμβανε τα ακόλουθα:
“Ο λαός του Δεδέαγατς και των περιχώρων μόλις απηλλάγη της βαρυτάτης και απεχθούς Βουλγαρικής κυριαρχίας συνελθών εις πάνδημον συλλαλητήριον σήμερον Δευτέρα 22 Ιουλίου και ακούσας των προς αυτόν ομιλησάντων αγορητών κ. Δ. Μαντσίδη και Εμίν Εφέντη μιά φωνή απεδέχθη και εψήφισε τάσε.
Μηδενός απολύτως εθνολογικού λόγου υφισταμένου και του Βουλγαρικού κράτους, μετά την απάνθρωπον διοίκησιν ήν εξήσκησε εφ’ ημών κατά το διάστημα της εννεαμήνου αυτού κατοχής και τας ανηκούστους θηριωδίας τας οποίας διέπραξεν ο Βουλγαρικός στρατός μη σεβασθείς ούτε θρησκείαν ούτε τιμήν, ούτε ζωήν παρά πάντα ανθρώπινον νόμον, αποδειχθέντος αναξίου να έχη υπό την εξουσίαν του ξένους προς αυτόν λαούς δηλούμεν ότι επ’ ουδενί λόγω θα δεχθώμεν την επαναφοράν της Βουλγαρικής διοικήσεως, έτοιμοι να δεχθώμεν πάσαν άλλην λύσιν.
Ικετεύομεν μετά δακρύων την Α. Μ. τον Βασιλέα ημών Κωνσταντίνον όπως μη παραδώση ημάς τους επί τόσους αιώνας ονειροπολήσαντας την σημερινήν πολιτικήν κατάστασιν, εις τους όνυχας των σφαγέων και ατιμωτών Βουλγάρων, ούς είναι ανθρωπίνως αδύνατον να αποδεχθώμεν εις το μέλλον προτιμώντες τον εκπατρισμόν ή ως είπομεν, οιανδήποτε άλλην λύσιν.
Υποβάλλομεν ευλαβώς τη Α. Μεγαλειότητι την αμετάτρεπτον ημών απόφασιν ότι εάν παρά πάντα θείον και ανθρώπινον νόμον εγκαταλειφθώμεν έρμαια της αγριότητος των βανδάλων Βουλγάρων θα κατακαύσωμεν τα πάντα και θα εκπατρισθώμεν.
Εκφράζομεν την βαθείαν ημών ευγνωμοσύνην προς τας καταλαβούσας την πόλιν ημών Ελληνικάς αρχάς επί τη προς ημάς αποδόσει πραγματικής Ελευθερίας και τω επιδειχθέντι πραγματικώς προς πάντας ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος σεβασμώ των δικαιωμάτων αυτών.
Ανατιθέμεθα εις επιτροπήν την επίδοσιν του παρόντος εις τον Διοικητήν, όπως μεταβιβάση τούτο εις την Α. Μ. τον Βασιλέα ημών ως και εις τους ενταύθα κ.κ. προξένους των Μ. Δυνάμεων με την παράκλησιν να υποβάλλωσι τούτο εις τας οικείας αυτών Κυβερνήσεις”.
Μετά την ανάγνωση και έγκριση του ψηφίσματος οι συγκεντρωμένοι με επικεφαλής τα μέλη της επιτροπής πήγαν στο Διοικητήριο και επέδωσαν το ψήφισμα στον διοικητή πλωτάρχη Στυλιανό Μαυρομιχάλη. (σ.σ. τον είχε τοποθετήσει διοικητή ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, όταν απελευθέρωσε την πόλη) Κατόπιν οι Δεδεαγατσιανοί συνέχισαν την πορεία τους μέσα από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και πήγαν στα υποπροξενεία της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Αγγλίας, όπου τα μέλη της επιτροπής παρέδωσαν το ψήφισμα. Οι υποπρόξενοι τους δέχθηκαν με συμπάθεια και τους διαβεβαίωσαν ότι γνωρίζουν τα όσα τράβηξαν οι κάτοικοι της περιοχής από τους Βουλγάρους και ότι θα καταστήσουν γνωστά τα αιτήματα του λαού στις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους.
Τρόμος και ανασφάλεια στη Θράκη
Το κλίμα όμως της χαράς γρήγορα το είχε διαδεχθεί κλίμα τρόμου… Θα έρχονταν οι Βούλγαροι ξανά. Αλλά και οι Τούρκοι που είχαν υποστεί πανωλεθρία από τους ενωμένους Έλληνες, Βουλγάρους, Σέρβους και Μαυροβούνιους και έχασαν τα εδάφη τους στη Χερσόνησο του Αίμου ήταν και αυτοί εκδικητικοί… Τρόμος και ανασφάλεια, αν και η Ελλάδα είχε δυνατότητες να φτάσει ακόμα και στη Σόφια.
Ο κόσμος τρομαγμένος άρχισε να φεύγει εκών άκων από τα μέρη που θα περιέρχονταν στην Βουλγαρία. Διαμαρτυρίες Ελλήνων και Τούρκων κατά των Βουλγάρων, άρχισαν να καταφτάνουν αντίστοιχα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Υψηλή Πύλη.
Οι πληροφορίες, που έφταναν ήταν ανησυχητικές. Ο Οθωμανικός στρατός, που είχε αρχίσει την αντεπίθεση εναντίον των Βουλγάρων στην Ανατολική Θράκη, σημείωνε επιτυχίες. Όταν όμως περνούσε από Ελληνικά χωριά έδειχνε όλη την εκδικητικότητά του. Έτσι στην περιοχή Ουζούν Κιοπρού (Μακράς Γέφυρας) έκαψαν 120 σπίτια στο χωριό Εσκήκιοϊ και 50 στα Μαστανλάρ. Στο Καβατζήκι διασώθηκαν μόνο 30 από τα 140 σπίτια του και στο Σουμπάσκιοϊ σώθηκαν μόνο 5!!! Στο Δογάνκιοϊ από τα 180 σπίτια πυρπολήθηκαν τα 120 και η Εκκλησία. Όλα τα ζώα και τα σιτηρά των χωρικών τα άρπαξαν οι στρατιώτες, ενώ πολλοί κάτοικοι θανατώθηκαν και οι γυναίκες από 8 ετών και πάνω ατιμάσθηκαν…
Η ίδια κατάσταση και στο Μεγάλο Ζαλούφι όπου δολοφονήθηκαν 60 κάτοικοι και τραυματίσθηκαν 150. Και εδώ βιασμοί γυναικών. Και όλα αυτά από τακτικούς στρατιώτες Κουρδικής ή Αραβικής καταγωγής. Στο ίδιο χωριό αξιωματικός του Οθωμανικού στρατού άρπαξε 2.000 πρόβατα και υποχρέωσε τους Ζαλουφιώτες να υπογράψουν αποδείξεις ότι έλαβαν από αυτόν τα χρήματα… Το ίδιο έγινε και στα χωριά Δερέκιοϊ και Κίρκιοϊ.
Η εφημερίδα “Πατρίς” των Αθηνών έγραφε:
“Σκηναί φρίκης και απελπισίας. Ποία δύναμις θα δυνηθή να ενσταλλάξη την προσήκουσαν παραμυθίαν εις την Θρακικήν ψυχήν;”
Εν τω μεταξύ από τις πρώτες μέρες του Αυγούστου το Δεδέαγατς άρχισε να εγκαταλείπεται. Η πόλη ερήμωνε… Οι κάτοικοί της έπαιρναν όσα μπορούσαν να σηκώσουν με τα χέρια τους και με καΐκια περνούσαν στη Σαμοθράκη. Αυτό συνέβαινε σε όλη τη Θράκη. Η Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή) είχε γεμίσει από χωρικούς , Έλληνες και Οθωμανούς, που είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους και σκόπευαν να κινηθούν δυτικά για να διαβούν το Νέστο. Τα ίδια συνέβαιναν και στην Ξάνθη, όπου οι κάτοικοι σχημάτιζαν καραβάνια και περνούσαν το Νέστο καταφεύγοντας σε ελληνοκρατούμενες περιοχές.
Οι Ξανθιώτες, απλοί κάτοικοι αλλά και εκπρόσωποι καταστημάτων και επιχειρήσεων, όπως οι αμερικανικές επιχειρήσεις καπνών, η Οθωμανική Τράπεζα και άλλα ιδρύματα είχαν στείλει τηλεγράφημα στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων ζητώντας την προστασία τους μετά την αποχώρηση από την πόλη του ελληνικού στρατού.
Η εφημερίδα “Μακεδονία” της Θεσσαλονίκης έγραφε στις 5 Αυγούστου:
“Είναι αδύνατον άνθρωποι ζήσαντες μόνον 7-8 μήνας υπό την Βουλγαρικήν πτέρναν να παραμείνουν εις τα εστίας των δια να ζήσουν υπό το βουλγαρικόν γουρουνοτσάρουχον”.
Την τραγικότητα της κατάστασης περιέγραψε και η εφημερίδα “Σκριπ” των Αθηνών, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι στην Ανατολική Θράκη 75 ελληνικά χωριά “κυψέλαι εργατικαί και ανθούσαι” μεταβλήθηκαν σε σωρούς καπνιζόντων ερειπίων.
Η Θράκη, που μόλις είχε απελευθερωθεί ζούσε ξανά τον εφιάλτη των Βουλγαρικών και Τουρκικών διωγμών κατά του Ελληνισμού. Η οριστική ελευθερία τουλάχιστον για την Δυτική Θράκη ήρθε το 1920.