Το Γλα (ή Γλας) είναι Μυκηναϊκή ακρόπολη, άγνωστης πόλης των Μινύων στην περιοχή του Κάστρου Βοιωτίας.
Πιθανόν η οχύρωση αυτή να ήταν συλλογικό έργο πολλών γειτονικών πόλεων της Κωπαΐδας, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Μινύων του Ορχομενού.
Η ακρόπολη στο Γλα είναι η μεγαλύτερη σε έκταση οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη της Ελλάδος που έχει διατηρηθεί σήμερα και βρίσκεται πάνω σε χαμηλό βράχο που εξέχει κατά 20 με 40 μ., από την πεδιάδα.
Η κατασκευή της ακρόπολης είχε γίνει με οικοδομικό υλικό γιγαντιαίους ογκόλιθους, στα πρότυπα των υπολοίπων κυκλώπειων μυκηναϊκών κατασκευών. Το μήκος της περιμέτρου του τείχους είναι 3 χιλιόμετρα, το δε πάχος 5-5,5 μέτρα.
Η οχυρωμένη έκταση καλύπτει επιφάνεια 200 στρεμμάτων. Δεν είναι γνωστό σήμερα πως ονομαζόταν αυτή η οχυρωμένη τοποθεσία στην αρχαιότητα. Το τοπωνύμιο Γλα είναι πολύ μεταγενέστερο και πιθανόν είναι παραφθορά του αλβανικού κουλά που σημαίνει φρούριο
Η ακρόπολη χτίστηκε γύρω στο 1300 π.Χ. μετά την αποξήρανση της Κωπαΐδας. Πριν την αποξήρανση της λίμνης η τοποθεσία της ακρόπολης ήταν νησί.
Η οχυρωμένη αυτή θέση είχε την δυνατότητα να ελέγχει τη βορειοανατολική πλευρά της Κωπαΐδας, αλλά και τα αποστραγγιστικά έργα που είχαν πραγματοποιήσει στην περιοχή οι Μινύες και ήταν ζωτικής σημασίας για την ευημερία τους.
Η ακρόπολη καταστράφηκε γύρω στο 1200 π.Χ. και δεν ξαναλειτούργησε. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησε η καταστροφή των αποξηραντικών και εγγειοβελτιωτικών έργων της Μυκηναϊκής περιόδου και η περιοχή του Γλα πλημμύρισε πάλι.
Ο Γλας λοιπόν δεν υπήρξε ένας συνηθισμένος μυκηναϊκός οικισμός αλλά, όπως φαίνεται, πρόκειται για μια εγκατάσταση των Μυκηναίων, οι οποίοι ανέλαβαν ένα κολοσσιαίο για την εποχή έργο, που δεν ήταν άλλο από την αποστράγγιση της λίμνης Κωπαΐδας.
Σύμφωνα με σύγχρονους υπολογισμούς, μετακινήθηκαν τότε 2 εκατ. κυβικά μέτρα χώματος και χρησιμοποιήθηκαν 250.000 κυβικά μέτρα λίθων για να κατασκευαστούν οι χάνδακες που οδηγούσαν το νερό στις καταβόθρες.
Υπολογίζεται ακόμη ότι η υπερχείλιση στην κύρια αποστραγγιστική τάφρο ήταν 100 κυβικά μέτρα το δευτερόλεπτο. Για την επίβλεψη αυτού του τεράστιου για την εποχή του έργου χτίστηκαν στο πλάτωμα που σχηματίζεται στην κορυφή του βράχου του Γλα ένα μέλαθρον για κάποιους αξιωματούχους και καταλύματα ίσως για τους επικεφαλής των εργατών.
Χτίστηκαν επίσης μεγάλοι αποθηκευτικοί χώροι όπου θα πρέπει να συγκεντρωνόταν η σοδειά από τα νεοαποκτηθέντα εδάφη. Όταν μετά την αποξήρανση ο Γλας έπαψε να είναι νησί και έγινε προσιτός διά ξηράς, χτίστηκε το μεγάλο κυκλώπειο τείχος στο φρύδι του πλατώματος. Είναι καλά χτισμένο, έχει μήκος περίπου 3.000 μέτρα και τέσσερις πύλες.
Εντός των τειχών βρίσκονται τα κατάλοιπα του μελάθρου, που ήταν διώροφο και διαρρυθμισμένο σε δύο ξεχωριστές κατοικίες, που συγκοινωνούσαν ωστόσο μεταξύ τους. Στο μεγάλο κεντρικό δωμάτιο του κτιρίου δεν βρέθηκε ούτε θρόνος ούτε εστία.
Τα δωμάτια στις πτέρυγες είναι μικρά, η κυκλοφορία γινόταν από δύο διαδρόμους και η κεραμική είναι κυρίως οικιακής χρήσεως, ορισμένα ρυτά κτλ. Σε μικρή απόσταση από το μέλαθρον και τις πτέρυγες, τοποθετημένα παράλληλα το ένα προς το άλλο, υπήρχαν δύο μεγάλα κτίρια που ίσως στο ένα στεγαζόταν η διοίκηση και στο άλλο αποθήκες.
Από τη μελέτη του Γλα δύο στοιχεία εντυπωσιάζουν
Το πρώτο είναι ότι ο οικισμός του Γλα φαίνεται πως έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους (επίβλεψη ενός μεγάλου τεχνικού έργου και συγκέντρωση αγροτικών αγαθών).
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι, αν και τα κτίσματα ήταν απλώς λειτουργικά, ήταν σχεδόν όλα διακοσμημένα. Θραύσματα από την επίστρωση των τοίχων, με χρώμα και αποσπάσματα σχεδίων, έχουν βρεθεί όχι μόνο στο μέλαθρον, που ίσως θα ήταν φυσικό, αλλά και σε πολλά από τα μικρά δωμάτια των δύο πτερύγων.
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο Γλας θα πρέπει να ανήκε στην έδρα του μυκηναίου ηγεμόνα του Ορχομενού, ένα μυκηναϊκό κέντρο που η παράδοση λέει ότι όφειλε τον πλούτο του στην καλλιέργεια της πεδιάδας της Κωπαΐδας.
Μετά τον 13ο αιώνα π.Χ. ίχνη βίαιης καταστροφής μαρτυρούν το τέλος του Γλα και κάπου τότε ο μύθος τοποθετεί τον Ηρακλή και τους Θηβαίους να καταστρέφουν τα αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδας, να κλείνουν τις καταβόθρες και η πεδιάδα να ξαναγίνεται λίμνη, που παρέμεινε έτσι επί 3.200 χρόνια ως τις αρχές του 20ού αιώνα.